Η ελληνική οικονομία και κοινωνία ξεπέρασαν με μεγάλο κοινωνικό και οικονομικό κόστος την ελληνική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Υπό την πίεση της πτώχευσης και των μνημονίων, επιβλήθηκαν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αποκαταστάθηκε η δημοσιονομική σταθερότητα και η εξωτερική ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών, με μέτρα που πόνεσαν και δίχασαν την κοινωνία.
Η ελληνική κρίση άφησε, όμως, πίσω της τέσσερις μεγάλες προκλήσεις που αποτελούν ακόμα και σήμερα αναπτυξιακά βαρίδια: α) τεράστιο δημόσιο χρέος, μέχρι πέρυσι κοντά στο 200% του ΑΕΠ, β) σημαντικό ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων που μετά δέκα χρόνια κρίσης παραμένει κοντά στα 100 δισ. ευρώ, γ) πολύ μεγάλο αποταμιευτικό και επενδυτικό κενό, μια επενδυτική υστέρηση ύψους 100 δισ. ευρώ περίπου την τελευταία δωδεκαετία και τέλος, δ) κρίσιμη καθυστέρηση στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και την ψηφιοποίηση, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Την ίδια περίοδο, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας χειροτέρευσε ταχύτατα, υπονομεύοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της, οι ξένες επενδύσεις είχαν συρρικνωθεί σημαντικά μέχρι πρόσφατα, η παραγωγικότητα παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα, δεσμεύοντας τη χώρα σε αναπτυξιακή στασιμότητα και η περιβαλλοντολογική πρόκληση καθιστούσε αναγκαίες μεγάλες επενδύσεις σε ανανεώσιμες και άλλες φιλικές προς το περιβάλλον πηγές ενέργειας.
Ομως, η χώρα είχε μπει τα τελευταία χρόνια σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά, με τη σημερινή κυβέρνηση να δίνει σημαντική προτεραιότητα στο να δημιουργηθούν συνθήκες διατηρήσιμης αναπτυξιακής ορμής, να απελευθερώσει δηλαδή τις παραγωγικές δυναμικές του τόπου.
Ατυχώς, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την πρωτοφανή παγκόσμια υγειονομική κρίση COVID-19 και πιο πρόσφατα με τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση που άλλαξαν δραματικά τα δεδομένα και τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα και παγκοσμίως.
Για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης σημειώθηκε μια άνευ προηγούμενου χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, με μηδενικά επιτόκια και σημαντικές ενέσεις ρευστότητας από τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου, ύψους ρεκόρ 30 τρισ. δολαρίων περίπου. Παράλληλα, τα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης των οικονομιών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ξεπέρασαν σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα τις 25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, μια πρωτοφανής δημοσιονομική χαλάρωση.
Οι παραπάνω επιλογές πολιτικής έβαλαν τις βάσεις για μια πληθωριστική έκρηξη στην παγκόσμια οικονομία, που πυροδοτήθηκε και επιταχύνθηκε καταλυτικά από τη ρωσο-ουκρανική κρίση. Σημειώθηκε δραματική αύξηση του κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, που πέρασε εν μέρει και στους άλλους κλάδους της οικονομίας, καθώς και σοβαρή διαταραχή της παγκόσμιας παραγωγικής και εφοδιαστικής αλυσίδας. Αποτέλεσμα, η πρωτοφανής επιτάχυνση του πληθωρισμού παγκοσμίως, ο οποίος απέκτησε επικίνδυνη δυναμική.
Για την αντιμετώπιση της πληθωριστικής έκρηξης, οι κεντρικές τράπεζες υποχρεώθηκαν σε επιθετικές και εμπροσθοβαρείς αυξήσεις επιτοκίων το 2022, που θα συνεχιστούν και το 2023, το δε δολάριο ανατιμήθηκε σημαντικά, επιδεινώνοντας τα πρόβλημα υπερχρέωσης κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών. Αποτέλεσμα, η απειλή της ύφεσης να πλανάται κυρίως πάνω από τις αναπτυγμένες οικονομίες.
Η Ελλάδα ξεχώρισε για τις αναπτυξιακές της επιδόσεις το 2022, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, αλλά οι συνθήκες για το 2023 θα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολες.
Σ’ αυτή την κρίσιμη φάση, οι επιλογές οικονομικής πολιτικής είναι καθοριστικές για το μέλλον της χώρας μας.
Πρώτη καθοριστική επιλογή πολιτικής αποτελεί η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της πολιτικής σταθερότητας. Ο πληθωρισμός και η σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ οδηγούν σε καθοριστική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέος ως ποσοστού του ΑΕΠ (εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 163% του ΑΕΠ το 2023). Αυτή η θετική εξέλιξη, θείο δώρο για τους υπερ-δανεισμένους, πρέπει να αξιοποιηθεί σωστά με την παράλληλη εφαρμογή συνετής και ισορροπημένης δημοσιονομικής πολιτικής. Στόχος η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας και της εμπιστοσύνης των αγορών. Δεν έχουμε πολλά δημοσιονομικά περιθώρια για σπατάλες και χρηματοδότηση λαϊκίστικων υποσχέσεων, αλλά μόνο για την ανάληψη στοχευμένων μέτρων στήριξης όσων ζημιώθηκαν από την κρίση και έχουν ανάγκες. Δεν πρέπει να θέσουμε σε κίνδυνο το κόστος που δανειζόμαστε διεθνώς, την απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023, διότι η τελευταία θα πυροδοτούσε έναν ενάρετο κύκλο επενδυτικού ενδιαφέροντος για τη χώρα.
Δεύτερη αναγκαία επιλογή πολιτικής αποτελεί η ενίσχυση και εδραίωση του πολύ ελκυστικού επενδυτικού, επιχειρηματικού και φορολογικού περιβάλλοντος που έχει ήδη διαμορφώσει η Κυβέρνηση. Είναι ένα πολύτιμο οικονομικό αγαθό που θα ήταν τραγικό να θυσιαστεί για εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Το μεγάλο χρόνιο επενδυτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα θα καλυφθεί μόνο μέσω ισχυρών εισροών ξένων κεφαλαίων, σοβαρών επενδύσεων στις υποδομές της, συμπεριλαμβανομένων του ψηφιακού και ενεργειακού μετασχηματισμού και μέσω της ταχύτατης αναβάθμισης της εγχώριας ιδιωτικής επενδυτικής δραστηριότητας. Δεν υπάρχει άλλη μαγική λύση. Ηδη σημειώνονται ρεκόρ εισροών ξένων άμεσων επενδύσεων (πάνω από 7 δισ. ευρώ το 2022) και το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» αποτελεί κομβική βοήθεια για τη συνολική επενδυτική ανάταξη, αρκεί να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά και να αφορά μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Για να επιτευχθούν υψηλοί και διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης, χρειαζόμαστε σταθερά και για πολλά χρόνια, ο σχηματισμός επενδύσεων παγίου κεφαλαίου να διαμορφώνεται σημαντικά άνω του 20% του ΑΕΠ (στο 14% το 2021, έναντι άνω του 20% μέσο όρο στην ευρωζώνη).
Τρίτη επιλογή πολιτικής αποτελεί η εντατικοποίηση και η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχουν κρίσιμοι τομείς της ελληνικής οικονομίας, με καθοριστική επίπτωση στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, όπου οι μεταρρυθμίσεις είτε έχουν βαλτώσει είτε εξελίσσονται με ρυθμό χελώνας. Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα στον αγροτικό τομέα, την απονομή δικαιοσύνης, την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τον περιορισμό της αδηφάγου γραφειοκρατίας και την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες.
Τετάρτη αναγκαία πολιτική πρωτοβουλία αποτελεί η διαμόρφωση ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση του τρέχοντος κρίσιμου δημογραφικού προβλήματος και του σοβαρού ελλείμματος εργατικών χεριών και εξειδικευμένων ειδικοτήτων. Κρίσιμα ζητήματα η σοβαρή υπογεννητικότητα, η μεγάλη διαρθρωτική ανεργία κυρίως στις γυναίκες και τους νέους, ο σημαντικός αριθμός ανέργων που δεν δηλώνουν άνεργοι, το μεταναστευτικό και οι ξένοι εργάτες που χρειάζονται επειγόντως και ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων που εργάζονται στο εξωτερικό και θα βοηθούσε αν επέστρεφαν (η κυβερνητική πολιτική στον τομέα αυτόν αρχίζει να αποδίδει καρπούς). Η συνέχιση της σημερινής δύσκολης κατάστασης στην αγορά εργασίας, θα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του εργατικού κόστους και τη δέσμευση της οικονομίας σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Επιπροσθέτως, κάθε σοβαρό αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα, είναι κομβικό να συνδυάζει επιτυχώς ως αναπτυξιακό προαπαιτούμενο το τετράπτυχο: ισχυρή προσέλκυση ξένων επενδύσεων, επιτάχυνση της οικονομικής εξωστρέφειας και επιλεκτικής υποκατάστασης εισαγωγών, επενδυτική αναβάθμιση των υποδομών και των εγχώριων επενδύσεων και οικονομική και πολιτική σταθερότητα με παράλληλη αναβάθμιση των θεσμών. Είναι θετικό ότι στους περισσότερους από τους ως άνω τομείς καταγράφεται αξιόλογη πρόοδος, αλλά έχουμε μπροστά μας σημαντική απόσταση να καλύψουμε και κινδύνους να διαχειριστούμε, οι οποίοι δεν είναι αμελητέοι, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής σταθερότητας που αποτελεί οικονομικό αγαθό στον σύγχρονο κόσμο.
Ο κ. Νίκος Καραμούζης είναι πρόεδρος SMERemediumCap & Grant Thornton, Ελλάδα.