Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει αναμφίβολα σημαντικά στοιχεία ανάκαμψης από μία μακρά περίοδο ύφεσης που οδήγησε στην απώλεια του 25% του ΑΕΠ και επίμονη υψηλή ανεργία που μόλις έπεσε κάτω από 20% και παραμένει ακόμα σχετικά υψηλή για τους νέους.
Παραμένουν προκλήσεις σε κύριες παραμέτρους της οικονομίας που παρεμποδίζουν τη γρήγορη, ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη της καθώς και την αναδιάταξη του χρέους και επομένως είναι προφανές ότι η βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας.
Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικούς ορυκτούς πόρους τόσο σε ποικιλία ορυκτών όσο και σε αποθεματικό δυναμικό. Η χώρα μας είναι η πρώτη παραγωγός στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε νικέλιο, βωξίτη, περλίτη και μπεντονίτη, τρίτη σε παραγωγή μαγνησίτη, τέταρτη σε παραγωγή λιγνίτη και πέμπτη σε παραγωγή αλουμινίου.
Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία έχει σημαντική συνεισφορά στη βελτίωση των δεικτών βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας καθώς και στην απασχόληση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα.
Η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων της χώρας συμβάλλει και στην ανάπτυξη άλλων κρίσιμων τομέων της οικονομικής δραστηριότητας όπως η μεταλλουργία αλουμινίου και σιδηρονικελίου, η παραγωγή ηλεκτρισμού, η τσιμεντοβιομηχανία, η οικοδομική και γενικότερα η κατασκευαστική δραστηριότητα.
Ο εξορυκτικός κλάδος και οι υποστηριζόμενες από αυτόν δραστηριότητες έδειξαν αξιοθαύμαστη αντοχή στη διάρκεια της κρίσης κυρίως λόγω της δυνατότητας διαφοροποίησης τόσο στα παραγόμενα μεταλλεύματα και ορυκτά όσο και στις αγορές του. Στο 2018, χωρίς ακόμα να έχουμε πλήρη στοιχεία, παρατηρήθηκε μεικτή εικόνα στις τιμές μετάλλων στις παγκόσμιες αγορές, αύξηση της παραγωγής λιγνίτη και καλές αποδόσεις του ελληνικού μαρμάρου (με το 50% των εξαγωγών του να κατευθύνεται στην Κίνα), των βιομηχανικών ορυκτών και τελευταία των αδρανών υλικών. Επισημαίνουμε ότι οι εξαγωγές του κλάδου υπερβαίνουν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, αποτελώντας στο 2016 το 80% της αξίας των εξαγώγιμων προϊόντων του, και κατευθύνονται σε πλειάδα χωρών με κύριες τις Ιταλία, Γερμανία και ΗΠΑ, στις οποίες οι εξαγωγές ανέρχονται σε 180 εκατομμύρια ευρώ.
Η εξορυκτική βιομηχανία αποτελεί σημαντικό εργοδότη στην Ελλάδα, στηρίζοντας πάνω από 100.000 ποιοτικές θέσεις εργασίας κυρίως στην ελληνική περιφέρεια και συνεχίζοντας να υποστηρίζει προγράμματα που συνδέουν την παραγωγή με την ακαδημαϊκή κοινότητα. Σημειώνεται ως παράδειγμα συμβολή στην περιφερειακή ανάπτυξη ότι ο κλάδος αποτελεί το 30% στην προστιθέμενη αξία της τοπικής οικονομίας στη Δυτική Μακεδονία και το 13% στη Στερεά Ελλάδα.
Επιπροσθέτως, ο εξορυκτικός κλάδος αποτελεί μαγνήτη ξένων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια αλλά και επενδύει κάθε χρόνο στην τελευταία τριετία περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ.
Συνολικά, η συνεισφορά της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ και στην απασχόληση έχει παραμείνει υψηλή (5,4 δισ. ετησίως ή 3% του ΑΕΠ – 2,7% της συνολικής απασχόλησης) και παραμένει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σημαντική εξέλιξη στο ρυθμιστικό περιβάλλον του κλάδου για το 2018 είναι η ψήφιση του νέου λατομικού νόμου (Ν. 4512/18) μετά από πολυετή αναμονή. Με τον νόμο αυτόν επιχειρείται η κωδικοποίηση και ο εκσυγχρονισμός της σχετικής νομοθεσίας, όμως πάνω από δέκα μήνες μετά την ψήφισή του συνεχίζει να εξειδικεύεται και να συμπληρώνεται με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην αποτελεσματική εφαρμογή του.
Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία λειτουργεί ως μοχλός για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας οδηγούμενη από την καινοτομία, την αποτελεσματική διοίκηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου, την αξιοποίηση των ορυκτών πόρων και του συγκριτικού πλεονεκτήματος σε μεταφορές καθώς και την εξωστρέφειά της.
Για τη συνέχιση και την ανάπτυξη αυτής της επιτυχημένης πορείας, υπάρχει όμως σειρά προϋποθέσεων.
Η πρώτη κατηγορία αφορά κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα:
– Ενεργοποίηση μηχανισμών και κινήτρων για επενδύσεις διατήρησης και ανάπτυξης νέων δραστηριοτήτων (π.χ. με τον αναπτυξιακό νόμο 4399/16 ή άλλα εργαλεία).
– Πρόσβαση σε υποδομές (λιμάνια, παραθαλάσσιες υποδομές κ.ά.).
– Σταθερό και δίκαιο φορολογικό περιβάλλον.
– Ασφάλεια δικαίου με γρήγορες και συνεπείς δικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις.
– Πρόσβαση σε πόρους χρηματοδότησης καινοτομίας και έρευνας.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά ειδικά τη μεταλλευτική δραστηριότητα:
– Η εφαρμογή της Εθνικής Πολιτικής Ορυκτών Πόρων με συγκεκριμένο νομικό κείμενο, χρονοδιάγραμμα και προτεραιότητες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη διαχείριση των ορυκτών πρώτων υλών.
– Εκπόνηση αποτελεσματικού Ειδικού Χωροταξικού για τις ΟΠΥ – με σκοπό την αποτύπωση των υπαρχόντων χωροταξικών δεδομένων (π.χ. υπάρχουσες δραστηριότητες, ήδη γνωστές επεκτάσεις κ.λπ.) αλλά και της δυναμικής του κλάδου (ένταξη νέων περιοχών, διαμόρφωσης κριτηρίων και προϋποθέσεων ανάπτυξης σε βάθος χρόνου).
– Επιτάχυνση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο με επαρκή στελέχωση και δυνατότητα εκτίμησης των πραγματικών επιπτώσεων του έργου.
– Ενίσχυση ελεγκτικών και εγκριτικών υπηρεσιών με Ανεξάρτητες Επιθεωρήσεις Μεταλλείων.
– Αναβάθμιση των τμημάτων και σχολών γεω-επιστημών, πληροφορικής και επαγγελματικής κατάρτισης.
– Αρση εμποδίων στην πρόσβαση των κοιτασμάτων Ορυκτών Πρώτων Υλών.
– Προαγωγή ομογενοποίησης προτύπων λειτουργίας όλων των εξορυκτικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης.
O κ. Αθανάσιος Κεφάλας είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων.