Ο καρκίνος του πνεύμονα συνιστά μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως. Τα δεδομένα είναι δυσμενή και για την Ελλάδα, όπου κατά το έτος 2020 οι θάνατοι από καρκίνο του πνεύμονα αφορούσαν το 23,1% του συνόλου των θανάτων από καρκίνο. Δυστυχώς, παρά τις σημαντικές προόδους στη διαχείριση τόσο της πρώιμης όσο και της προχωρημένης νόσου, στους τομείς της χειρουργικής θεραπείας, της μοριακής διαγνωστικής, της ακτινοθεραπείας και της συστηματικής θεραπείας – με τις στοχεύουσες θεραπείες και την ανοσοθεραπεία -, η συνολική επιβίωση των ασθενών δεν έχει βελτιωθεί στην ίδια κλίμακα που αυτό έχει επιτευχθεί για άλλους τύπους καρκίνου. Ειδικότερα, η 5ετής επιβίωση των ασθενών που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του πνεύμονα συνολικά δεν ξεπερνά το 10-20%, που είναι σημαντικά χαμηλότερο από την αντίστοιχη επιβίωση άλλων ασθενών, π.χ. με καρκίνο μαστού ή παχέος εντέρου. Ενας από τους κύριους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα εξακολουθούν να διαγιγνώσκονται με προχωρημένη ή μεταστατική νόσο.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα σε πρωιμότερα στάδια συσχετίζεται με καλύτερη πρόγνωση των ασθενών. Πράγματι, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν συσσωρευτεί επαρκή δεδομένα που δείχνουν ότι η πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του πνεύμονα με τη χρήση αξονικής τομογραφίας χαμηλής δόσης ακτινοβολίας (LDCT) σε άτομα υψηλού κινδύνου, σχετίζεται με 20-25% μείωση της θνησιμότητας από τη νόσο σε αυτούς τους ασθενείς. Με βάση την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της LDCT, η US Preventive Services Task Force (USPTF) συστήνει ετήσιο έλεγχο με LDCT σε ενήλικες ηλικίας 50-80 ετών, που έχουν ιστορικό καπνίσματος 20 πακέτων-ετών και είναι ενεργοί καπνιστές ή έχουν διακόψει το κάπνισμα τα τελευταία 15 χρόνια.

Ομως, παρά τα επαρκή δεδομένα που υποστηρίζουν το όφελος από τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του πνεύμονα, η επιτυχής εφαρμογή του εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πρόκληση. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι η βελτίωση της επιβίωσης επιτεύχθηκε μέσω συγκεκριμένων, αυστηρά καθορισμένων πρωτοκόλλων και διαδικασιών προσυμπτωματικού ελέγχου. Πολλές χώρες μάλιστα σημειώνουν τώρα προόδους όσον αφορά την εφαρμογή προγραμμάτων στον γενικό πληθυσμό, όμως εξακολουθούν να παραμένουν σημαντικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα προσυμπτωματικού ελέγχου.

Πράγματι, ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του πνεύμονα είναι πολύπλοκος και πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την κλινική αποτελεσματικότητα και ταυτόχρονα την ικανότητα του συστήματος υγείας να ανταποκριθεί επαρκώς. Είναι αναγκαίο να αναπτυχθούν στρατηγικές για τη βελτιστοποίηση κάθε στοιχείου της παρέμβασης, αρχίζοντας από την επιλογή των συμμετεχόντων με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου πνεύμονα, τον καθορισμό των βέλτιστων μεσοδιαστημάτων ελέγχου, την ερμηνεία των εικόνων LDCT, τη διαχείριση των ευρημάτων και τη θεραπεία. Ο γενικός στόχος είναι η μεγιστοποίηση του οφέλους και η ελαχιστοποίηση της πιθανής ζημίας τόσο σε επίπεδο ασθενών όσο και συστήματος περίθαλψης. Μια ολοκληρωμένη παρέμβαση χρειάζεται επιπλέον να περιλαμβάνει την ένταξη των συμμετεχόντων σε προγράμματα διακοπής καπνίσματος, αλλά και τη βελτιστοποίηση του βαθμού απορρόφησης του προσυμπτωματικού ελέγχου μεταξύ των ομάδων υψηλού κινδύνου.

 

Η κυρία Σοφία Αγγελάκη είναι καθηγήτρια Παθολογικής Ογκολογίας, Παθολογική – Ογκολογική Κλινική, ΠαΓΝΗ, Εργαστήριο Μεταφραστικής Ογκολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης.