«Το 1870 για φωτισμό χρησιμoποιούσαν κεριά, λάδι φάλαινας και αέριο, ενώ η βασικότερη κινητήρια δύναμη στη βιομηχανία προερχόταν από ατμομηχανές, νερόμυλους και άλογα. Ενα ολοένα αυξανόμενο δίκτυο επιβατικών και εμπορικών σιδηροδρόμων εξασφάλιζε τις μετακινήσεις από πόλη σε πόλη, αλλά οι ταχύτητες έφταναν μόλις και μετά βίας το ένα τρίτο εκείνων που θα επιτυγχάνονταν το 1940 και οι μεταφορές μέσα στις πόλεις ή μεταξύ μικρών πόλεων γίνονταν ως επί το πλείστον με άλογα· οι περισσότεροι ζούσαν τόσο κοντά στα εργοστάσια ώστε να πηγαίνουν στη δουλειά με τα πόδια».
Ο κόσμος του 1870, όπως τον περιγράφει ο μείζων οικονομολόγος Ρόμπερτ Γκόρντον, καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν, στο βιβλίο του «The Rise and Fall of American Growth» (εκδ. Princeton University Press), απέχει ακόμη σημαντικά από το να είναι αναγνωρίσιμος σε εμάς. Πενήντα χρόνια Βιομηχανικής Επανάστασης δεν είχαν σταθεί αρκετά ώστε να του δώσουν τη σύγχρονη όψη του και η νεωτερικότητα παρέμενε για τους περισσότερους, εκτός διανοητών όπως ο Καρλ Μαρξ, μια τομή υπό διαμόρφωση – αντιληπτή μάλλον ως ορατή μεταβολή παρά ως αμετάκλητη ρήξη με το παρελθόν. Ηταν η έλευση της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης σε εκείνη τη δεκαετία, της διάδοσης του χάλυβα, των χημικών προϊόντων, του εξηλεκτρισμού, αυτή που δημιούργησε τον επερχόμενο 20ό αιώνα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος