Για πρώτη φορά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 βιώνουμε στη χώρα μας διψήφια ποσοστά πληθωρισμού. Αυτό σημαίνει πως οι σημερινοί σαραντάρηδες συνειδητοποιούν για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή τους τη σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης του εισοδήματός τους. Και ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι που αποτελούν περίπου το 1/3 της απασχόλησης, μπορούν να μετακυλίσουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό το κόστος αυτό στους καταναλωτές, διατηρώντας την αγοραστική τους δύναμη, δεν ισχύει το ίδιο για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ανέργους.
Τον Οκτώβριο του 2022 ο μέσος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη προβλέπεται στο 10,7%, πολύ μακριά από τον στόχο της ΕΚΤ, και κατά συνέπεια όλοι προσδοκούν πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια τιθασεύοντας τη ζήτηση για να περιορίσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Ο μέχρι τώρα δισταγμός της, που έχει δεχθεί κριτική, οφείλεται στην ελπίδα πως οι εξελίξεις που κυρίως προκάλεσαν τον πληθωρισμό θα είναι προσωρινές καθώς και στην επιθυμία αποφυγής μιας βαθιάς ύφεσης στην Ευρωζώνη. Η κριτική από την άλλη βασίζεται στον φόβο απώλειας της αξιοπιστίας της ΕΚΤ ως προς την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Αυτή η αξιοπιστία οδηγεί σε χαμηλές πληθωριστικές προσδοκίες και είναι πολύτιμη στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Όμως το κόστος διατήρησης της σταθερότητας των τιμών και κατά συνέπεια της αξιοπιστίας της ΕΚΤ είναι πολύ μεγάλο σε όρους ύφεσης και ανεργίας όταν η αύξηση του πληθωρισμού δεν οφείλεται σε αυξημένη ζήτηση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.