Το φαινόμενο της εργασιακής εκμετάλλευσης ενδημεί σε περιόδους κρίσης και αναταραχών. Παρότι δε ο σύγχρονος κόσμος διακηρύττει με θέρμη τη μέριμνά του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ίδια στιγμή οικοδομείται και αναπτύσσεται πάνω στην εργασιακή εκμετάλλευση. Το στοιχείο όμως που εντείνει την απαξία της εργασιακής εκμετάλλευσης είναι η εργαλειοποίηση της ανάγκης του ανθρώπου. Αυτή η επιλεκτική σκληρότητα, όπου υπάρχει περιθώριο, προσδίδει στο φαινόμενο αυτό τον αθέμιτο χαρακτήρα του.
Η εργασιακή εκμετάλλευση μπορεί να λάβει διάφορες μορφές και εμφανίζεται με διαφορετική συχνότητα, ανάλογα με την ευρύτερη κατηγορική ομάδα στην οποία ανήκει το άτομο που την υφίσταται και το είδος της εργασίας κατά κλάδο. Οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις εργασιακής εκμετάλλευσης αφορούν την παιδική εργασία και την εργασία των νέων, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες απασχόλησε τον δημόσιο βίο η εργασιακή εκμετάλλευση των μεταναστών.
Το άρθρο 32 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μάλιστα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ρητά τη λέξη «εκμετάλλευση», καταστρώνοντας ένα συμπαγές προστατευτικό εργασιακό πλέγμα, όχι μόνο ως προς το οικονομικό σκέλος αλλά και ως προς την ασφάλεια, την υγεία, τη σωματική, πνευματική, ηθική ή κοινωνική ανάπτυξη και την εκπαίδευση των εργαζομένων. Μολονότι, εξάλλου, η «δημοφιλέστερη» μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης συνίσταται στην υπο-αμειβόμενη εργασία, οι λοιπές διαστάσεις της μπορεί να έχουν πολύ πιο οδυνηρές και μόνιμες συνέπειες στη ζωή του εργαζομένου.
Για παράδειγμα, η δημιουργία εμποδίων στην ανάπτυξη και στην πρόοδο του εργαζομένου μπορεί να μη συνοδεύεται από εξόφθαλμες κινήσεις και μπορεί ακόμη και να δικαιολογείται από τον εργαζόμενο, στο πλαίσιο του ευρύτερου ανταγωνισμού, όμως στην πράξη ο χρόνος που δεν μπορεί να ανακτηθεί και η δυναμική του momentum που απολέστηκε «κοστίζουν» στον εργαζόμενο πολύ περισσότερο από μια δυσανάλογη αμοιβή.
Η δυσκολία της διαχείρισης του φαινομένου οφείλεται στους εξής παράγοντες:
1. Η έννοια της εργασιακής εκμετάλλευσης δεν μπορεί να οριστεί εύκολα, ούτε να περιχαρακωθεί σε συγκεκριμένες εκ προοιμίου καθορισμένες συμπεριφορές. Και τούτο διότι, όπως κάθε έννοια που περιγράφει ανθρώπινες συμπεριφορές, διέπεται από μεταβλητότητα. Περαιτέρω, η ταχεία αλλαγή των εργασιακών συνθηκών προσδίδει στην εργασιακή εκμετάλλευση μια μοναδική προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα.
2. Η δυσκολία ορισμού της εργασιακής εκμετάλλευσης συνεπάγεται έναν μεγαλύτερο κίνδυνο: την έλλειψη ορισμού. Οταν, λοιπόν, δεν υπάρχει κοινωνική και θεσμική σύμπνοια ως προς ένα φαινόμενο, ο καθένας δίνει σε αυτό την έννοια και τη μορφή που πιστεύει. Παράλληλα, παραμένει σε ένα απροσδιόριστο και αρρύθμιστο πεδίο. Με άλλα λόγια, όταν η πολιτεία δεν ξέρει τι είναι αυτό που πρέπει να διορθώσει, δεν μπορεί και να το διορθώσει.
3. Το στοιχείο που προκαλεί την εργασιακή εκμετάλλευση, η ανάγκη του ατόμου, είναι και ο μεγαλύτερος εχθρός της. Το άτομο, ορμώμενο από την ανάγκη του, παρέχει – αυτοεγκλωβιζόμενο – μια ιδιότυπη «συναίνεση» στην εκμετάλλευση που υφίσταται. Οσο, δε, συνεχίζει η εκμετάλλευση (λόγω της ανάγκης) τόσο η ανάγκη δεν πρόκειται ποτέ να ικανοποιηθεί.
4. Το ξέσπασμα κρίσεων, πολέμων και αναταραχών ανατρέπει τις κοινωνικές, διακρατικές και διεθνείς ισορροπίες, δημιουργώντας τεράστιες ανισότητες και οικονομικές αποκλίσεις. Ο βαθμός δυσκολίας μάλιστα ανεβαίνει όσο η μια κρίση διαδέχεται την άλλη, πόσω μάλλον όταν διαφορετικής φύσης κρίσεις συμπίπτουν χρονικά. Υπό αυτές τις περιστάσεις, οι ανθρώπινες συμπεριφορές εκτραχύνονται, με αποτέλεσμα να επανατοποθετούνται οι ανθρώπινες σχέσεις επί του «συμφερότερου».
5. Η πλήρης εξάλειψη της εργασιακής εκμετάλλευσης είναι σχεδόν ουτοπική, διότι πηγάζει από την εργασιακή σχέση, που – εξ ορισμού – φέρει «εξουσιαστικά χαρακτηριστικά». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο νομοθέτης καθιέρωσε το εργατικό δίκαιο ως το δίκαιο του αδύναμου μέλους της συμβάσεως εργασίας, επιφυλάσσοντας στον εργαζόμενο αυξημένη προστασία. Η συμμετρία δηλαδή στη σχέση εργασίας επιτυγχάνεται μέσω της αντλήσεως από τον εργαζόμενο «εξουσίας» από τον νόμο. Τούτο όμως προϋποθέτει τη διαρκή επαγρύπνηση του νομοθέτη σε κάθε νέα μορφή εργασιακής εκμετάλλευσης, εμφανούς ή κεκαλυμμένης.
6. Η περιθωριοποίηση των ατόμων που υφίστανται έντονη εργασιακή εκμετάλλευση είναι ένα τεράστιο ζήτημα που εκφεύγει των ορίων της εργασίας. Ετσι, άτομα που έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν προς αναζήτηση καλύτερης τύχης και έχουν δυσκολίες με τη γλώσσα, άτομα που αγνοούν τις νομικές διεξόδους και διαδικασίες ή που στερούνται οικογενειακού και φιλικού κύκλου και γενικότερα συναναστροφών αποτελούν συνήθη θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης. Υπάρχουν όμως και ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις εργασιακής εκμετάλλευσης, όπως ο εξαναγκασμός σε εργασία και η εργασία υπό απειλή ή άσκηση βίας. Η εκμετάλλευση αυτής της μορφής ενέχει πλην της ηθικολογικής και ποινική διάσταση.
Η αντιμετώπιση της εργασιακής εκμετάλλευσης από την πολιτεία ως ένα φαινόμενο που άρχεται και εξαντλείται στην εργασιακή σχέση είναι αναμφίβολα μείζον θεσμικό ολίσθημα. Η εργασία, εκτός από ατομική κατάκτηση, αποτελεί βασικό γρανάζι της οικονομίας και συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Καθετί που επηρεάζει την εργασία αυτομάτως κάνει μετάσταση στο τρίπτυχο άτομο – οικονομία – κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτεία οφείλει να αντιμετωπίσει τον κοινωνικο-οικονομικό κίνδυνο της εργασιακής εκμετάλλευσης κατ’ αρχήν με πνεύμα ευρύτητας.
Επίσης, πρέπει να σχηματοποιηθεί νομικά και να μην αποτελεί αντικείμενο άναρθρων κραυγών εξ αφορμής ενός περιστατικού, που ξεχνιέται μετά από λίγες ημέρες.
Ο πόλεμος στην ευρωπαϊκή γειτονιά θα μας φέρει, πιο γρήγορα και πολύ πιο έντονα, αντιμέτωπους με το φαινόμενο αυτό, σε κατάσταση έξαρσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι.
Η κυρία Κατερίνα Γανίδη είναι δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.