Η «ακρίβεια», η αύξηση του κόστους διαβίωσης εξαιτίας του πληθωρισμού, έχει έρθει στο κέντρο της πολιτικής συζήτησης, όπως και της προσοχής του οικονομικού σχεδιασμού. Είναι από τις κρίσιμες προκλήσεις που πλέον αντιμετωπίζει η Ελλάδα, επηρεάζοντας άμεσα την ποιότητα ζωής των πολιτών και τη μεσοπρόθεσμη σταθερότητα της οικονομίας.
Οι αυξήσεις στις τιμές αγαθών και υπηρεσιών, ειδικά σε βασικές κατηγορίες όπως τα τρόφιμα, η στέγαση και οι μεταφορές, έχουν οδηγήσει σε μείωση της αγοραστικής δύναμης, ιδιαίτερα για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Χαρακτηριστικά, τον Οκτώβριο του 2024 το αντιπροσωπευτικό «καλάθι των νοικοκυριών», όπως μετριέται από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ήταν κατά 20% πιο ακριβό συγκριτικά με το 2020. Στις επιμέρους κατηγορίες που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά των δαπανών των νοικοκυριών, το κόστος διατροφής ήταν υψηλότερο κατά 32%, το κόστος στέγασης (στο οποίο περιλαμβάνονται ενέργεια, ενοίκια, ύδρευση, και επισκευές) ήταν υψηλότερο κατά 25% και το κόστος μεταφορών κατά 22%.
Την ίδια περίοδο, ο δείκτης «μισθολογικού κόστους» αυξήθηκε κατά περίπου 19%, αντισταθμίζοντας, όχι πλήρως, τη μείωση της αγοραστικής δύναμής λόγω της ανόδου των τιμών. Ωστόσο, μεγάλες ομάδες πολιτών που έχουν σταθερά εισοδήματα, όπως οι συνταξιούχοι, δεν είχαν ανάλογες αυξήσεις στο εισόδημά τους και συνεπώς επηρεάζονται δυσανάλογα από τις πληθωριστικές πιέσεις.
Παρόμοιες είναι γενικότερα και οι επιπτώσεις για τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία κατανέμουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους για την κάλυψη των αναγκών διατροφής και στέγασης, το κόστος των οποίων αυξήθηκε περισσότερο συγκριτικά με άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Για παράδειγμα, έρευνες δείχνουν ότι ένα στα τέσσερα νοικοκυριά πληρώνει πλέον του 40% του εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης.
Οι παρεμβάσεις του κράτους
Παρά το γεγονός ότι έγιναν παρεμβάσεις πολιτικής για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, όπως άμεσες επιδοτήσεις στην ενέργεια και έλεγχοι στην αγορά, η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών ήταν μάλλον περιορισμένη. Tο φαινόμενο της ακρίβειας συνδέεται και με εξωγενείς παράγοντες και η αντιμετώπισή του απαιτεί συνδυασμό άμεσων και μακροπρόθεσμων παρεμβάσεων. Αμεσα μέτρα, όπως επιδοτήσεις για ευάλωτες ομάδες και έλεγχος της αισχροκέρδειας, μπορούν να παρέχουν προσωρινή ανακούφιση.
Μεσοπρόθεσμα, ο χειρισμός του πληθωρισμού έχει ιδιαίτερη σημασία, αφενός για να μην πληγεί η σχετική ανταγωνιστική θέση της χώρας με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση των εισοδημάτων, αφετέρου ώστε να μην υπάρχει συνεχιζόμενη έντονη πίεση στα νοικοκυριά, κυρίως όσα βρίσκονται σε ασθενή οικονομική θέση.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, δείχνουν πως, αν και μειωμένος σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ο πληθωρισμός επιμένει, σε επίπεδα πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, και παρά την αποκλιμάκωση που έχει καταγραφεί στο κόστος ενέργειας. Ακόμη και αν η διαφορά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης δεν υπερβαίνει το 1%, είναι σημαντικό να εξαλειφθεί και ιδανικά να αντιστραφεί κατά τους επόμενους μήνες.
Για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού μεσοπρόθεσμα, έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα εκτός των άλλων, η ενίσχυση της παραγωγικής βάσης και του ανταγωνισμού στην αγορά. Αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσω της διευκόλυνσης επενδύσεων και της εισόδου νέων επιχειρήσεων, και στη συνέχεια με εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας ανταγωνισμού. Όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός σε επαρκή βαθμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, μπορεί να εντείνονται οι πληθωριστικές πιέσεις, είτε άμεσα με υψηλότερες τιμές είτε έμμεσα με χαμηλότερη καινοτομία.
Η παραοικονομία
Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι στη χώρα μας παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομίας ως άτυπο και όχι επίσημο, αφενός συντηρεί αδήλωτα εισοδήματα που αυξάνουν τη ζήτηση σε επίπεδο που άλλα νοικοκυριά δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, αφετέρου δημιουργεί άνισες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ανάμεσα στις επιχειρήσεις. Η ένταση μέτρων για τη στροφή από την άτυπη στην επίσημη οικονομία αποτελεί συνεπώς προϋπόθεση και για την καταπολέμηση της ακρίβειας, εκτός από τη συνολική σημασία για την ανάπτυξη.
Ο κ. Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών