Από το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου τον Απρίλιο του 2010 ως το διάγγελμα της Ιθάκης του Αλέξη Τσίπρα τον περασμένο Αύγουστο και ύστερα από οκτώμισι χρόνια, τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και τρία προγράμματα διάσωσης με βαρύτατο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, κοινή συνισταμένη των εκτιμήσεων κορυφαίων οικονομολόγων αλλά και της αγοράς συνολικά είναι πως η οικονομική οδύσσεια της Ελλάδας ίσως δεν έχει ακόμη φθάσει στο τέλος της.
Η χώρα, που διανύει τα πρώτα βήματα της «μεταμνημονιακής εποχής», εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ακόμη τεράστιες προκλήσεις. Το ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από το 2001, όταν εντάχθηκε στο ευρώ, η παραγωγικότητα βρίσκεται ακόμη κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ η κατάρρευση των επενδύσεων υπονομεύει τις προοπτικές ανάπτυξης, την παραγωγικότητα, τα επίπεδα των μισθών και την πραγματική απασχόληση.
Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η εγχώρια αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% από το 2007 και δεν έχουν ακόμη ανακάμψει.
Η ανεργία, αν και υποχωρεί, παραμένει η υψηλότερη της ευρωζώνης, ενώ το ένα τρίτο των νέων ανθρώπων είναι εκτός εργασίας, την ώρα που μορφωμένοι νέοι επαγγελματίες αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό, καθώς το brain drain απορροφά τα ταλέντα έξω από τη χώρα. Περισσότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων ηλικίας 18-65 αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, οι τραπεζικές πιστώσεις συνεχίζουν να συρρικνώνονται, η αποταμίευση είναι αρνητική, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει υποτονική, μετά και τη δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου.
Η ανάπτυξη
Την ίδια ώρα η δυναμική του παγκόσμιου οικονομικού κύκλου υποχωρεί την ώρα που οι πολιτικοί κίνδυνοι αυξάνουν. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, χώρες όπως η Ελλάδα, που μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 δεν ανέκαμψαν ουσιαστικά, βρίσκονται σε πιο δύσκολη θέση, ενώ μια παγκόσμια επιβράδυνση θα καθιστούσε δυσκολότερη την επίτευξη των υψηλών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί.
Από την άλλη πλευρά βέβαια η Ελλάδα θα πρέπει κάποια στιγμή να πάρει την τύχη ξανά στα χέρια της. Μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 27,8% μεταξύ του 2ου τριμήνου του 2007 και του 3ου τριμήνου του 2015, η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε, πετυχαίνοντας πλέον ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 2% για την περίοδο 2018 – 2019, οι οποίοι βέβαια με τις επενδύσεις στο ναδίρ δεν μπορούν να καλύψουν τις πληγές της κρίσης.
Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται σύμφωνα με κορυφαίους οικονομολόγους διεθνών τραπεζών να κινηθεί στο 2,2% εφέτος, που είναι και ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, αν και το ΑΕΠ παραμένει περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή του 2007. Η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται στις εξαγωγές (κυρίως από τα τουριστικά έσοδα) και στα κοινοτικά κονδύλια. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται, το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση παραμένει στο ναδίρ καθώς οι τράπεζες επιβαρύνονται από τα υψηλά (αν και μειωμένα) επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αν προχωρήσει βέβαια ένα λειτουργικό σχέδιο μείωσης των «κόκκινων» δανείων μπορεί να βοηθήσει στην «αποδέσμευση» ορισμένων τραπεζικών πιστώσεων, ενισχύοντας έτσι την οικονομία το 2019-2020.
Στις αγορές
Παρά το ενισχυμένο ταμειακό «μαξιλάρι» των 24,1 δισ. ευρώ που καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησής της για περίπου 22 μήνες, η χώρα θα πρέπει επίσης να βγαίνει στις αγορές ομολόγων σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε σταδιακά όλο και μεγαλύτερης διάρκειας εκδόσεις, για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ως δανειολήπτη. Αναμένεται να επιχειρήσει νέα έξοδο στις αγορές τους πρώτους μήνες του 2019 με την έκδοση 5ετούς ή ακόμη και 3ετούς ομολόγου (αφού η έκδοση 10ετούς με κόστος 4,2%-4,5% είναι απαγορευτική). Καθώς όμως οι δυσμενείς συνθήκες στις κεφαλαιαγορές δεν φαίνεται να αποτελούν παροδικό φαινόμενο, οι επενδυτές θα γίνουν σταδιακά πιο επιλεκτικοί και πιθανώς ιδιαίτερα «ευαίσθητοι» σε τυχόν κακές επιλογές πολιτικής από μέρους της Ελλάδας.
«Κλειδί» οι ροές από το εξωτερικό
Πολλά θα εξαρτηθούν μεσοπρόθεσμα από τις διαθέσεις των διεθνών επενδυτών, καθώς οι προοπτικές της χώρας εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τις ροές διεθνών κεφαλαίων, αφού αποτελούν το κύριο κανάλι χρηματοδότησης της οικονομίας. Οι ξένοι επενδυτές τηρούν πάντως σήμερα στάση αναμονής περιμένοντας να δουν αν στη χώρα θα διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες όσον αφορά την επιχειρηματικότητα και, κυρίως, αν θα βελτιωθούν η γραφειοκρατία, το φορολογικό σύστημα και η απονομή της δικαιοσύνης.
Παράλληλα, οι επικείμενες εκλογές γεννούν ερωτήματα, ιδιαίτερα για το κατά πόσον η νέα κυβέρνηση θα είναι ισχυρή και φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις, αποτελώντας θετικό καταλύτη για τις επενδύσεις, ή οι διαμορφωθείσες εκλογικές ισορροπίες θα οδηγήσουν σύντομα σε νέα εκλογική αναμέτρηση, και μάλιστα με απλή αναλογική, αυξάνοντας το πολιτικό ρίσκο.