Η εποχή των χαμηλών επιτοκίων αποτελεί παρελθόν. Ο υψηλός πληθωρισμός, συνέπεια αρχικά της επιστροφής των οικονομιών στην κανονικότητα μετά την πανδημία και στη συνέχεια των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων ενέργειας και τροφίμων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει αναγκάσει τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα βασικά τους επιτόκια και παράλληλα να αρχίσουν να αναστρέφουν τις χαλαρές ποσοτικές πολιτικές τους, που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση του κρατικού δανεισμού. Η ευρωζώνη δεν αποτελεί εξαίρεση.

Αλλά, στο πλαίσιο της ευρωζώνης, αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι οι διαφορές επιτοκίων δανεισμού μεταξύ των οικονομιών που την απαρτίζουν. Αυτές οι διαφορές εκφράζουν κυρίως τον βαθμό εμπιστοσύνης των αγορών, που με τη σειρά του επηρεάζει τη συμπεριφορά των επενδυτών και όχι μόνο. Αν κοιτάξουμε, για παράδειγμα, την Ελλάδα και την Ιταλία, ήτοι τις δύο χώρες της ευρωζώνης με το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (194,5% και 151%, αντίστοιχα, στο τέλος του 2021), αυτές τις μέρες η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου έχει ανέλθει περίπου στο 4,4% για την Ελλάδα και στο 4,2% για την Ιταλία, όταν η μέση απόδοση των αντιστοίχων ομολόγων εκείνων των χωρών της ευρωζώνης που είναι πιστοληπτικά αξιολογημένες ως ΑΑΑ είναι μόλις 2,2%. Επισημαίνεται ότι οι διαφορές αυτές σχετικά με τον μέσο όρο της ευρωζώνης υφίστανται, παρ’ όλο που η ΕΚΤ παρεμβαίνει συστηματικά στις δευτερογενείς αγορές προκειμένου να τις κρατήσει σε χαμηλά επίπεδα, μια πολιτική που δεν είναι αρεστή στους δημοσιονομικά «φειδωλούς» της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω