Η ανάγκη διαρκούς οικονομικής ενίσχυσης των συστημάτων υγείας στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο αδιαμφισβήτητα δεν αποτελεί ένα καινούργιο ζήτημα. Κατέστη επιτακτικό και έγινε ευρύτερα γνωστό από την έναρξη της πανδημίας και μετά. Ωστόσο η διαρκής βελτίωση και η παραγωγή καινοτόμων ιατρικών συσκευών υψηλής τεχνολογίας και φαρμάκων που βελτιώνουν τόσο τους δείκτες νοσηρότητας και θνητότητας όσο και την ποιότητα ζωής των ασθενών σε συνδυασμό με το υψηλό τους κόστος έχουν ως αποτέλεσμα την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών των συστημάτων υγείας. Στη χώρα μας η οικονομική επένδυση στην υγεία κυμαίνεται κατά μέσο όρο σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ στο 7,8%-8% του ΑΕΠ στο οποίο περιλαμβάνονται υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, ενώ η κρατική επένδυση είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την αντιμετώπιση των άμεσων αλλά και των μελλοντικών αναγκών του δημόσιου συστήματος υγείας που πηγάζουν από την αύξηση της πολυπλοκότητας και των συννοσηροτήτων των νοσημάτων τα οποία απαιτούν εξειδικευμένες θεραπείες, ιατρικό και νοσηλευτικό δυναμικό πολλαπλών ειδικοτήτων. Κι ακόμα από τις επιπτώσεις των επιδεινούμενων περιβαλλοντικών συνθηκών που επιβαρύνουν ορισμένες γεωγραφικές περιοχές υπέρτερα συγκριτικά με άλλες διαφοροποιώντας τις ανάγκες σε πρόληψη και θεραπεία από περιοχή σε περιοχή.

Αναγκαίες
θεσμικές αλλαγές

Ωστόσο, η πιεστική ανάγκη αύξησης της κατανομής των οικονομικών πόρων για τη δημόσια υγεία θα οδηγήσει στην προαγωγή της αποτελεσματικότητας, της μείωσης των ανισοτήτων και της δίκαιης κατανομής των υπηρεσιών του συστήματος υγείας προς τους ασθενείς μας, μόνο κάτω από την προϋπόθεση καίριων δομικών μεταβολών και πολλαπλών θεσμικών αλλαγών που καλύπτουν την κατανομή και τη λειτουργία των νοσοκομειακών μονάδων, τις αμοιβές του ιατρικού, νοσηλευτικού δυναμικού, την κινητικότητα και την εκπαίδευση και επανεκπαίδευσή τους. Σημαντική θέση σε αυτές τις προϋποθέσεις έχει η μεταβολή και η μετεξέλιξη της λειτουργίας και της μεθοδολογίας αξιολόγησης των φαρμάκων και των νέων τεχνολογιών. Σε πολλά συστήματα υγείας – στον ευρωπαϊκό χώρο και ευρύτερα – υλοποιείται εδώ και πολλές δεκαετίες ένα σύστημα λεπτομερούς κλινικής και οικονομικής αξιολόγησης των νέων φαρμάκων και λιγότερο των νέων συσκευών (Αξιολόγηση Τεχνολογιών Υγείας). Η όλη διαδικασία υλοποιείται επιπλέον και ανεξάρτητα από την ανάλυση αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και οικονομικού κόστους που καταθέτει ο βιομηχανικός φορέας παραγωγής.

Η στόχευση αυτής της σε αλλεπάλληλα επίπεδα – και σε διακριτό φορέα – αξιολόγησης είναι πολλαπλή και επιτυγχάνει αφενός να μη στερηθούν οι ασθενείς τις νέες θεραπείες και να ωφεληθούν όλοι οι νοσούντες για τους οποίους έχει ένδειξη και καλύτερα αποτελέσματα η νέα θεραπεία. Επιπλέον, να αποτελέσουν σε σημαντικό βαθμό ένα μέσον επαναπροσδιορισμού του αρχικού τους κόστους για το ίδιο το σύστημα, βασιζόμενο στις τοπικές οικονομικές δυνατότητες αλλά και στη γνώμη και στις αξιολογήσεις των ίδιων των ασθενών και σε ένα γενικότερο αξιακό σύστημα το οποίο υπαγορεύει τη χωρίς διακρίσεις βέλτιστη αντιμετώπιση της ασθένειας.

Η λειτουργία της αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας στην Ελλάδα απέκτησε αποσαφηνισμένα από τη νομοθεσία χαρακτηριστικά σχετικά πρόσφατα (Ν. 4512/2018, άρθρα 247-256, ο οποίος αποτελεί εξαιρετική εισαγωγή ύπαρξης επιτροπών αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας και προσθήκη με τον Ν. 4633/2019, άρθρο 22). Παραμένει ωστόσο στον χώρο των νέων φαρμάκων μια κατακερματισμένη διαδικασία, η οποία απαιτεί τη συλλογή και αξιοποίηση πολλών στοιχείων γύρω από τους δείκτες νοσηρότητας και θνητότητας του πληθυσμού, λεπτομερή και ανεξάρτητη οικονομική ανάλυση κόστους – αποτελεσματικότητας, σύνθεση της γνώμης όλων των ενδιαφερόμενων φορέων-επιστημονικών ενώσεων, ασθενών, βιομηχανίας – κάτω από συνθήκες διαφάνειας, αδιάκοπης λειτουργίας και έγκαιρης αξιολόγησης των νέων επιστημονικών δεδομένων. Επιπλέον, θα απαιτηθεί η αναθεώρηση της έγκρισης των νέων συσκευών σε ατομική βάση, η οποία περιορίζει το θεραπευτικό τους εύρος με αντίστοιχες επιπτώσεις σε χρόνια νοσήματα αλλά και ποικιλοτρόπως με οικονομική επιβάρυνση του δημόσιου συστήματος υγείας.

 

Η αξιολόγηση
των τεχνολογιών υγείας

Η ανάγκη επένδυσης επαρκών πόρων στο δημόσιο σύστημα υγείας στη χώρα μας αποτελεί μια επείγουσα αναγκαιότητα που επιβάλλουν η πολυσυστηματική εκδήλωση των σύγχρονων ασθενειών, η απροειδοποίητη εκδήλωση φαινομένων πανδημίας σε συνδυασμό και με τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, τα εντεινόμενα οικονομικά αδιέξοδα πολλών ανθρώπων, τα δομικά προβλήματα του συστήματος που σχετίζονται με τη μερικώς διασπασμένη και ανισομερή κατανομή των νοσοκομειακών μονάδων, οι ελλείψεις προσωπικού και κινήτρων γύρω από τις νέες προσλήψεις καθώς και η διαρκής βελτίωση των νέων θεραπειών και η αύξηση του κόστους τους. Σε αυτό το τελευταίο ζήτημα, η αξιολόγηση των τεχνολογιών υγείας με την ενιαία λειτουργία ανεξάρτητων επιτροπών που επεξεργάζονται τόσο κλινικά όσο και οικονομικά δεδομένα και αξιοποιούν την εμπειρία όλων των ενδιαφερόμενων φορέων, μπορεί να προσφέρει σημαντικά στην καλύτερη και έγκαιρη θεραπεία εξασφαλίζοντας εν μέρει τουλάχιστον και τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος υγείας.

Η κυρία Αγάθη-Ρόζα Βρεττού
είναι καρδιολόγος, διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, MSc στα Οικονομικά της Υγείας στην Καρδιαγγειακή Επιστήμη LSE, πρώην βουλευτής Επικρατείας ΠαΣοΚ.