Κυρίως όρθιοι, και ορισμένοι καθιστοί. Σοβαροί, ντυμένοι με σκουρόχρωμα επίσημα ρούχα, σε κάποιες περιπτώσεις με κρεμασμένα τα παράσημα πάνω τους. Πρόσωπα με τη σφραγίδα της γνώσης και της εμπειρίας στα χαρακτηριστικά τους. Ορισμένοι κρατάνε συχνά ένα βιβλίο, άλλοτε κοιτάνε τον θεατή στα μάτια ή το βλέμμα τους κατευθύνεται κάπου άλλου. Ενας κόσμος ανδρών, σε ώριμη ή γεροντική ηλικία, οι εξαιρέσεις είναι λιγοστές, ένας κόσμος κύρους και εξουσίας, όπως πήγαζε από την αυθεντία και τη μόρφωσή τους: ο κόσμος των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, από την έναρξη της λειτουργίας του το 1837, αναδείχθηκε στη ραχοκοκαλιά της κοινωνικής και πνευματικής ζωής του νεότευκτου ελληνικού κράτους. Δεν ήταν μόνο ο κατεξοχήν μηχανισμός στελέχωσης της κρατικής μηχανής και του ιδιωτικού τομέα εργασίας, ούτε ο προνομιακός χώρος παραγωγής της επιστήμης. Η λειτουργία του συνδέθηκε με τις διαδικασίες συγκρότησης δημόσιων και ιδιωτικών θεσμών, την αντιμετώπιση πολύμορφων κοινωνικών αναγκών, την επιτέλεση κρατικών λειτουργιών, ενώ συντέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας συνεκτικής ιδεολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας των πληθυσμών του ελληνικού κράτους.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ρόλος του διδακτικού του προσωπικού υπήρξε πολύμορφος και καίριος. Ως κάτοχοι ενός ισχυρού πολιτισμικού κεφαλαίου, με την παιδαγωγική διάσταση δίπλα στην επιστημονική, οι διδάσκοντες επενδύθηκαν από την ελληνική κοινωνία με υψηλό συμβολικό κύρος, το οποίο οι ίδιοι υπερασπίστηκαν ατομικά και συλλογικά. Η σταδιακή αύξηση του αριθμού των διδασκόντων, από λίγες δεκάδες το 1837 σε εκατοντάδες ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, ενίσχυσε την παρουσία τους στην ελληνική κοινωνία. Διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γνωστικών κλάδων, στη συγκρότηση και την αναπαραγωγή της επιστημονικής κοινότητας.
Ως «ειδήμονες» αποτέλεσαν τη δεξαμενή από όπου το κράτος άντλησε το διοικητικό και επιστημονικό διευθυντικό προσωπικό μιας σειράς θεσμών. Εκτός Πανεπιστημίου, στελέχωσαν τους θεσμούς της δημόσιας υγείας, τη Δικαιοσύνη, επόπτευσαν την κατώτερη και μέση εκπαίδευση, συνέβαλαν καθοριστικά στη συγκρότηση του νομοθετικού πλαισίου. Παράλληλα, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών υπήρξαν αρθρογράφοι στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, συγγραφείς σχολικών εγχειριδίων, ιδρυτές, πρόεδροι ή μέλη συλλόγων, ομιλητές σε δημόσιες εκδηλώσεις, λειτούργησαν ως κατεξοχήν διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Η παρέμβασή τους στη δημόσια ζωή υπήρξε πολυποίκιλη, ενώ αρκετοί παράλληλα με την πανεπιστημιακή τους ιδιότητα, ή εγκαταλείποντάς την προσωρινά ή και μόνιμα, ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα καταλαμβάνοντας τις πιο υψηλές θέσεις στην κυβερνητική και κρατική ιεραρχία. Αυτόν τον κόσμο των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών απεικονίζει η πολύτιμη συλλογή των προσωπογραφιών του, η οποία συγκροτήθηκε κατ’ αναλογία των ευρωπαϊκών αντίστοιχων ιδρυμάτων του και μιας μακράς παράδοσης. Εναν κόσμο ανδρών κατά κύριο λόγο, καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συλλογής συγκροτήθηκε έως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια περίοδο δηλαδή όπου η κατάληψη καθηγητικής θέσης από γυναίκες δεν προβλεπόταν.
Τα γυναικεία πορτρέτα είναι λιγοστά και αφορούν κυρίως τις ευεργέτριες του ιδρύματος, καθώς εκτός από το καθηγητικό προσωπικό, το Πανεπιστήμιο Αθηνών προχώρησε και στην παραγγελία προσωπογραφιών για τους σημαντικότερους και τις σημαντικότερες ευεργέτριές του, απόδοση φόρου τιμής στην προσφορά τους. Μεταθανάτιες απεικονίσεις, τα πορτρέτα των καθηγητών του ιδρύματος βρήκαν για χρόνια τη θέση τους στη Μεγάλη Αίθουσα των Τελετών στα Προπύλαια αποτελώντας την έμπρακτη αναγνώριση της συμβολής τους, αλλά παράλληλα και ένα στοιχείο συνεχούς υπόμνησης της μακράς ιστορίας του πανεπιστημιακού θεσμού, από τα μεσαιωνικά χρόνια έως τη συγχρονία, και ανάδειξης του κύριου χαρακτηριστικού του: της λειτουργίας του δηλαδή ως μιας κοινότητας ανθρώπων που τους συνδέει η γνώση και η ανάγκη μετάδοσής της.
Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Προέδρος Διοικούσας Επιτροπής Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι προσωπογραφίες που φτιάχνονταν μετά τον θάνατο του τιμωμένου
Είναι γνωστό ότι στα 187 χρόνια της λειτουργίας του, το Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει αναπτύξει πολυδιάστατη συλλεκτική πρακτική. Οσον αφορά στις προσωπογραφίες των καθηγητών του Ιδρύματος δε, είναι στο σύνολό τους ελαιογραφίες και χρονολογούνται από τα µέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Η έρευνα στα αρχεία του Πανεπιστημίου επιτρέπει να διερευνήσουμε τον ρόλο των πανεπιστημιακών αρχών στη διαδικασία συγκρότησης της συλλογής αυτής, από την ανάθεση του έργου έως και την υποδοχή του στην πανεπιστημιακή πινακοθήκη. Η διαδικασία της ανάθεσης της προσωπογραφίας καθηγητή ξεκινούσε μετά τον θάνατό του ως απότιση φόρου τιμής στο έργο του. Ως εκ τούτου, γίνεται φανερό ότι οι προσωπογραφίες έχουν βασιστεί επί το πολύ σε φωτογραφίες των εκάστοτε προσώπων.
Μέχρι το 1870, το Πανεπιστήμιο ανέθετε την εκτέλεση των προσωπογραφιών χωρίς να έχει προηγηθεί ανοιχτός διαγωνισμός. Από τότε και μετά, ο πρύτανης δεν απευθυνόταν πλέον με δική του πρωτοβουλία σε κάποιον δοκιμασμένο ζωγράφο, αλλά δημοσιευόταν η πρόθεση του Πανεπιστημίου σε εφημερίδες της εποχής και οι καλλιτέχνες εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους επισυνάπτοντας λίστα των έργων τους και συστατικές επιστολές. Το 1937 ο πρύτανης Γεώργιος Φωτεινός κατέθεσε στη Σύγκλητο την πρόταση να ανατίθεται η εκτέλεση των προσωπογραφιών στους καθηγητές της Ζωγραφικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, εκ περιτροπής και κατά σειρά αρχαιότητας, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει η συλλογή έργα με πιο αυστηρά κριτήρια.
Ετσι η διαδικασία τυποποιήθηκε μέχρι την εξασθένιση του θεσμού στα τέλη του 20ού αιώνα αφήνοντας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μία συλλογή προσωπογραφιών με αντιπροσωπευτικά δείγματα γνωστών ελλήνων ζωγράφων. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 347 προσωπογραφίες. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στο Κεντρικό Κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Μουσείο Ιστορίας, στο εντευκτήριο «Κωστής Παλαμάς» και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ελενα Κίττα, Συντηρήτρια έργων τέχνης – μουσειολόγος στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το Λάβαρο του Νικόλαου Γύζη
«Εξέλεξα δε την αρχαϊκοτάτην εποχήν, διά την θεάν Αθηνάν, διότι εθεώρησα την εποχήν εκείνην και σοβαροτέραν και αγνωτέραν και προξενούσαν τω θεατή σεβασμόν, ως προξενούσι και αι πρώται χριστιανικαί εικόνες. Χρυσός κεντημένος, επί απλού επιπέδου, δεν δύναται να δώση φωτοσκιάσεις: Και αν δεν τας εννοούν οι αυτού κριταί αυτάς τας τεχνικάς δυσκολίας, πριν κατακρίνουσι, ας φροντίσουν να τας μάθουν. Και όταν χάριν των σπουδών των, έρχονται οι κύριοι, εις την Ευρώπην, ας φροντίζωσι, να μανθάνωσι τα πράγματα καλλίτερον, και ας μη βλέπωσιν αυτά μόνον επιπολέως, ή βυθιζόμενοι μόνον εις τα βιβλία, όπως μάθωσιν τι έγραψαν, οι άλλοι. Μου φαίνεται ότι η Ελλάς πνίγεται εις τα γράμματα. Εις όλα τα έθνη αι τέχναι συμβαδίζοσι των επιστημών, εις την Ελλάδα δυστυχώς απεξηράνθησαν…» H σχέση του Πανεπιστημίου Αθηνών με την τέχνη δεν περιορίστηκε στις προσωπογραφίες. Το τμήμα της επιστολής του Νικόλαου Γύζη στον πατέρα του, στις 7 Ιουνίου 1887, αναδεικνύει τις σκέψεις και την έννοια του καταξιωμένου ζωγράφου για ένα από τα πλέον γνωστά και ωραιότερα εμβλήματα του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Λάβαρό του. Παραγγελία της Πρυτανείας του Πανεπιστημίου με αφορμή τα 50 χρόνια ζωής του ιδρύματος (1887), το Λάβαρο απεικόνιζε στο χρυσοκέντητο ύφασμα την Παλλάδα Αθηνά, έργο του Γύζη, ενώ την κορυφή του ακοντίου του επέστεφε γλαύκα, την οποία είχε δημιουργήσει ο ομότεχνός του Γεώργιος Ιακωβίδης. Το πρότυπο του Γύζη ήταν η Αθηνά από το δυτικό αέτωμα του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα, ενσωματώνοντας για άλλη μια φορά την αρχαιότητα στη φυσιογνωμία του Ιδρύματος στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, τη μετακένωση των γραμμάτων και των τεχνών στην στην καθ’ ημάς Ανατολή. Β.Κ.
Σημαντικά έργα που φιλοτέχνησαν κορυφαίοι έλληνες ζωγράφοι
Η συλλογή προσωπογραφιών του Πανεπιστημίου Αθηνών συνιστά ιδιάζουσα περίπτωση συλλογής έργων νεότερης ελληνικής τέχνης για πολλούς λόγους. Εκτός του αριθμού των ελλήνων και αλλοδαπών εικαστικών δημιουργών, απεικονίζει καθηγητές Σχολών, διδασκάλους του γένους, ευεργέτες και δωρητές, πολιτικούς άνδρες, γενικούς γραμματείς και γενικούς διευθυντές του συγκεκριμένου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, στεγάζεται σε διάφορους χώρους του, ενώ αντιπροσωπεύει την ιστορία, την παιδεία και την τέχνη περισσότερων της μιας εποχών. Η συλλογή περιλαμβάνει έργα σημαντικών ζωγράφων.
Προτιμήθηκαν παλαιότεροι καθηγητές της Ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπως οι Σπυρίδων Προσαλέντης (1830-1895), Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), Βικέντιος Μποκατσιάμπης (1856-1932), Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Σπύρος Βικάτος (1874-1960), Παύλος Μαθιόπουλος (1876-1956), Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης (1892-1981) αλλά και συγγενείς καθηγητών ή ζωγράφων που είχαν δουλέψει για πανεπιστημιακές προσωπογραφίες, όπως και βενιζελικών ευνοούμενων. Δεν λείπουν αγιογράφοι, όπως ο Οθων Γιαβόπουλος (1854-1936). Ας σημειωθεί όμως ότι ο σπουδαίος Κωστής Παρθένης (1878-1967) απέρριψε την πρόταση να φιλοτεχνήσει προσωπογραφία καθηγητή! Από τους νεότερους σημειώνουμε τον Γιάννη Μόραλη (1916-2009) και την έλλειψη του Νικολή Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994) ή του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989). Την πλειονότητα των έργων τη μονοπωλούν οι ζωγράφοι Σπυρίδων Προσαλέντης, εγνωσμένης ικανότητας προσωπογράφος, και Αντώνης Πολυκανδριώτης (1904-1990), που τον υποστήριζε ο διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940). Υπερέχουν αριθμητικά οι εβδομήντα οκτώ άνδρες ζωγράφοι, ενώ εμφανίζονται και δώδεκα γυναίκες. «Τρεις ζωγράφοι είναι αλλοδαποί, από την Ιταλία, από τη Ρουμανία και από τη Γαλλία. Ως προς το ύφος των προσωπογραφιών κυριαρχεί η επίσημη ακαδημαϊκή απεικόνιση των χαρακτηριστικών τους, καθώς τα πρότυπά τους είναι φωτογραφίες, με ευάριθμες αξιόλογες εξαιρέσεις».
Δημήτρης Παυλόπουλος, Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών