Τον Νοέμβριο του 1619 ο Καρτέσιος, 23 ετών, αξιωματικός στον στρατό του δούκα Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, βρίσκεται εγκατεστημένος στην πόλη Neubourg. Εκεί, στις 10 Νοεμβρίου, όπως μας πληροφορεί ο πρώτος αξιόπιστος βιογράφος του φιλοσόφου, ο Baillet, ο Καρτέσιος κούρασε το πνεύμα του με τέτοιον τρόπο ώστε «η φωτιά πυρπόλησε τον εγκέφαλό του και ο ίδιος βυθίστηκε σε ένα είδος ενθουσιασμού», ώστε να μπορέσει να δεχτεί τις εντυπώσεις ονείρων και οραμάτων.
Ο ενθουσιασμός του μελλοντικού φιλοσόφου οφειλόταν στο γεγονός ότι εκείνη την ημέρα, όπως το λέγει ο ίδιος, είχε ανακαλύψει τα θεμέλια της «αξιοθαύμαστης επιστήμης», η οποία θα γίνει γνωστή αργότερα ως αναλυτική γεωμετρία.
Αμέσως μετά, ακριβώς τη νύχτα της 10ης προς την 11η Φεβρουαρίου, ο Καρτέσιος ονειρεύτηκε διαδοχικά τα τρία διάσημα όνειρα, τα οποία φαντάστηκε ότι δεν μπορούσαν παρά να είχαν έρθει από τον ουρανό.
Τρία όνειρα ένα όραμα
Αυτό που τον εντυπωσιάζει κυρίως στο πρώτο όνειρο είναι ένας βίαιος άνεμος που εκπροσωπεί, σύμφωνα με την ερμηνεία του ίδιου του Καρτέσιου, έναν κακό δαίμονα που τον ωθεί εναντίον της Εκκλησίας, στην οποία οδηγούνταν εκουσίως. Ο Καρτέσιος ξυπνάει, αλλά ξανακοιμάται αμέσως· ο ύπνος του ταράζεται όμως από τον τρομακτικό θόρυβο ενός κεραυνού που ο ίδιος πιστεύει ότι ακούει. Ξυπνάει και βλέπει το δωμάτιό του γεμάτο από σπίθες φωτιάς. Ο τρόμος που αισθάνθηκε αποκρινόταν στις αμαρτίες του και ο κεραυνός που είχε ακούσει «ήταν το σημάδι του πνεύματος της αλήθειας που εισερχόταν μέσα του για να τον κατακτήσει».
Το τρίτο όνειρό είναι αυτό στο οποίο ο βιογράφος Baillet επιμένει περισσότερο. Από τις πολλές λεπτομέρειες που περιέχει το όνειρο μπορούμε να συγκρατήσουμε κυρίως την εμφάνιση δύο βιβλίων, το ένα από τα οποία είναι ένα Λεξικό, που «δεν μπορεί παρά να σημαίνει όλες τις επιστήμες συγκεντρωμένες μαζί», ενώ το άλλο είναι ένα Ποιητικό Corpus, το οποίο δηλώνει, με διακεκριμένο τρόπο, τη φιλοσοφία και τη σοφία ενωμένες.
Τα τρία αυτά όνειρα, όπως ήταν αναμενόμενο, απασχόλησαν πολύ όλους τους σχολιαστές του καρτεσιανού έργου. Οι διαφωνίες μεταξύ τους είναι μεγάλες και οφείλονται, ανάμεσα σε άλλα, στον αποσπασματικό χαρακτήρα του έργου στο σημείο αυτό. Ταυτοχρόνως, καθώς τα όνειρα βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, στην αρχή της φιλοσοφικής πορείας του Καρτέσιου, η ερμηνεία τους ενδέχεται να συμπαρασύρει την καρτεσιανή φιλοσοφία στο σύνολό της. Υπάρχουν όμως ορισμένες ενδείξεις που μπορούν να βοηθήσουν ώστε να ακυρωθούν κάποιες ερμηνευτικές τάσεις.
Οι κανόνες του φιλοσόφου
Οι ενδείξεις αυτές περιέχονται στις σημειώσεις του Καρτέσιου που αφορούν τα όνειρα, τις οποίες γνωρίζουμε από την αντιγραφή του πρωτότυπου κειμένου, η οποία οφείλεται στον Λάιμπνιτς. Στο κείμενο αυτό υπάρχουν μερικές καίριες διευκρινίσεις για θεμελιώδεις φιλοσοφικές έννοιες, που δηλώνουν ήδη την προσπάθεια του Καρτέσιου να υπερβεί το εννοιολογικό οικοδόμημα όχι μόνο της σχολαστικής φιλοσοφίας αλλά και, εν μέρει, της φιλοσοφίας της Αναγέννησης. Οπως η φαντασία, γράφει ο Καρτέσιος, χρησιμοποιεί σχήματα για να συλλάβει τα σώματα, με τον ίδιο τρόπο η νόηση, για να απεικονίσει πνευματικά πράγματα, χρησιμοποιεί μερικά αισθητά σώματα, όπως ο άνεμος, το φως.
Συνεχίζοντας στην προοπτική αυτή την προσπάθειά του, ήδη τώρα που ψάχνει ο ίδιος τι είναι αυτό που θέλει να πει, ο φιλόσοφος επισημαίνει πως μπορεί να φανεί εκπληκτικό ότι οι βαθιές σκέψεις απαντούν μάλλον στα γραπτά των ποιητών παρά σε αυτά των φιλοσόφων. Ο λόγος βρίσκεται στο γεγονός ότι οι ποιητές έγραψαν υπό το κράτος του ενθουσιασμού και της δύναμης της φαντασίας. Ισως μάλιστα πρόκειται για τον ενθουσιασμό, όπως το είδαμε προηγουμένως, στον οποίο βυθίστηκε ο ίδιος όταν η φωτιά πυρπόλησε τον εγκέφαλό του. Στο ίδιο κείμενο ο Καρτέσιος υποστηρίζει ότι υπάρχουν μέσα μας σπέρματα επιστήμης, όπως στον πυρόλιθο σπέρματα φωτιάς: οι φιλόσοφοι τα αποσπούν με τον λόγο· οι ποιητές τα ξεριζώνουν με τη φαντασία. Λάμπουν τότε περισσότερο. Με τρόπο επιγραμματικό και με στόχο τις αρχές της φιλοσοφίας, ο Καρτέσιος παρατηρεί ότι τα αποφθέγματα των σοφών μπορούν να αναχθούν σε έναν πολύ μικρό αριθμό γενικών κανόνων. Αυτοί οι κανόνες, λίγο αργότερα, στο εμβληματικό αλλά ημιτελές έργο που έχει τον τίτλο Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, θα αποτελέσουν την πρώιμη διατύπωση του διάσημου Λόγου περί της μεθόδου.
Ο δρόμος του… ορθολογισμού
Τέλος, σε μια πολύ τολμηρή και εν μέρει ασαφή σύνοψη, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, ο φιλόσοφος καταγράφει ένα είδος συμπεράσματος στο οποίο έχει, για την ώρα τουλάχιστον, καταλήξει. Στα πράγματα υπάρχει, υποστηρίζει, μια μοναδική ενεργός δύναμη: η αγάπη, το έλεος, η αρμονία. Και εξηγείται. Ο άνεμος σημαίνει το πνεύμα· η κίνηση με τη διάρκεια σημαίνει τη ζωή· το φως σημαίνει τη γνώση· η θερμότητα σημαίνει την αγάπη· η στιγμιαία δραστηριότητα σημαίνει τη δημιουργία. Κάθε σωματική φόρμα ενεργεί σύμφωνα με την αρμονία. Ο Κύριος, αποφαίνεται ο Καρτέσιος, έφτιαξε τρία θαύματα: τα πράγματα από το μηδέν, την ελευθερία της βούλησης και τον Ανθρωπο-Θεό.
Ακόμα και αποσπασματικό, ακόμα και δυσνόητο, ακόμα και σκοτεινό, το καρτεσιανό κείμενο με τα τρία όνειρα και τις παρατηρήσεις που τα συνοδεύουν δείχνει τον δύσκολο και σχεδόν ακατανόητο, στην αρχή τουλάχιστον, δρόμο που βάδισε ο ορθολογισμός για να βρει το πρόσωπό του. Ή, για να το πούμε με τα λόγια του Καρτέσιου: «Οι ηθοποιοί, όταν καλούνται να βγουν στη σκηνή, για να μην αφήσουν να φανεί η κοκκινίλα στο πρόσωπό τους φορούν ένα προσωπείο. Σαν αυτούς, τη στιγμή που ανεβαίνω σ’ αυτό το θέατρο του κόσμου όπου, ως τώρα, ήμουν μόνο θεατής, προχωρώ φορώντας το προσωπείο μου».
Με δικά του λόγια
□ «Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι, Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω»
□ Η απέχθεια είναι ένα είδος λύπης που πηγάζει από την ίδια αιτία από την οποία είχε προηγουμένως προέλθει η χαρά. Διότι είμαστε έτσι πλασμένοι, ώστε τα περισσότερα από τα πράγματα που απολαμβάνουμε να είναι καλά για εμάς μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια να καταντούν ενοχλητικά. Και τούτο είναι φανερό κυρίως στην περίπτωση του φαγητού και του ποτού, που δεν είναι χρήσιμα παρά μόνο για όσο χρονικό διάστημα έχουμε όρεξη, ενώ γίνονται βλαβερά όταν έχουμε ικανοποιήσει το στομάχι μας. Αποκαλέσαμε αυτό το πάθος απέχθεια, επειδή στην περίπτωση αυτή παύουν να είναι ευχάριστα στη γεύση». (Η διατύπωση των απόψεων «Περί της απέχθειας» είναι το άρθρο 208 του τελευταίου έργου του Ρενέ Ντεκάρτ «Τα πάθη της ψυχής», που εκδόθηκε το 1649)
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας.