Στις αρχές Νοέμβρη, γυρίζοντας από το σχολείο είδα κόσμο μαζεμένο στο λιμάνι έξω από το εστιατόριο «Αθηνά». Πλησίασα και είδα μια θαλάσσια χελώνα δεμένη με ένα σκοινί. Είχε τραυματιστεί και δεν μπορούσε να βγει μόνη της στην επιφάνεια. Την είχαν δέσει για να τη βοηθήσουν. Αλλοι έλεγαν να την αφήσουν ελεύθερη και ό,τι ήταν να γίνει ας γίνει, ενώ άλλοι ήθελαν να κάνουν κάτι να τη σώσουν. Εγώ ένοιωσα απεγνωσμένα την ανάγκη να βοηθήσω να σωθεί. Φαινόταν ανήμπορη να κολυμπήσει και ότι ο θάνατός της ήταν βέβαιος. Μαζί με κάποια άλλα άτομα τη βγάλαμε έξω. Της έριχνα νερό με τον κουβά επί 2,5 περίπου ώρες. Τα χέρια μου με πονούσαν και είχαν μελανιάσει από τον γεμάτο νερό κουβά που έβγαζα από τη θάλασσα για να τη βρέχω. Ενιωσα μια τρυφερότητα γι’ αυτή και της καθάρισα το κέλυφος από τους διάφορους οργανισμούς που είχαν κολλήσει πάνω. Το λιμεναρχείο επικοινώνησε με τη Ρόδο και τη μεταφέραμε εκεί. Μας είπαν να τη σκεπάσουμε με πετσέτες και να τις βρέχουμε συνέχεα. Την επομένη, το πρωί, τη στείλαμε με το πλοίο της γραμμής στο ειδικό κέντρο στη Ρόδο.

Από εκείνη τη μέρα τη σκέφτομαι συνέχεια. Θα γίνει καλά; Τα καταφέραμε άραγε να τη σώσουμε; Συνειρμικά, το μυαλό μου με οδηγεί σ’ αυτούς που εγκαταλείπουν τα κατοικίδιά τους. Πόσο ασυνείδητοι μπορεί να είναι; Πόσο μάλλον αυτοί που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους! Δεν το χωράει ο νους μου!