Από μια ηλικία και μετά οι απώλειες μετράνε διαφορετικά, γίνονται βαριές σαν μάρμαρο. Η ελληνική κοινωνία αποχαιρέτισε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη με μια ενήλικη γενναιοδωρία, η οποία αναδύθηκε αυθόρμητα από τον βυθό της κρίσης. Δεν του συγχώρησε τα λάθη. Του αναγνώρισε όμως ότι ήταν ο τελευταίος που απέμεινε να της θυμίζει μια γενιά μεγάλων πολιτικών οι οποίοι βγήκαν μέσα από πολέμους και δικτατορίες, κατάφεραν να κουμαντάρουν μια κατεστραμμένη χώρα και να την οδηγήσουν στην ευημερία. Η σημερινή κρίση δεν ανέδειξε πολιτικούς με στόφα πραγματικού ηγέτη. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη υπενθύμισε την ενοχλητική πραγματικότητα, με τον ίδιο ενοχλητικό τρόπο που και εκείνος όσο ζούσε υπεδείκνυε τα φάλτσα της πολιτικής. Δεν ήταν ένας πολιτικός που αγαπήθηκε, ήταν ένας πολιτικός που κέρδισε τον σεβασμό στο βάθος του χρόνου. Αφησε πίσω του μια δημοκρατική πολιτική κληρονομιά, αναπάντητα ερωτήματα που πάντα συνοδεύουν τις περίπλοκες προσωπικότητες και μια θλιβερή σκέψη ότι στην Ελλάδα όσοι πολιτικοί τόλμησαν να κάνουν ρήξεις πλήρωσαν βαρύ τίμημα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με το στίγμα του «αποστάτη» της δημοκρατικής παράταξης και αργότερα του ανάλγητα νεοφιλελεύθερου πρωθυπουργού που ήθελε να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα. Η έχθρα με τον Ανδρέα Παπανδρέου η οποία είχε πάρει προσωπικά χαρακτηριστικά και η πόλωση που κατέληξε στη συνεργασία με την Αριστερά και στην παραπομπή ενός πρωθυπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο με κατασκευασμένα στοιχεία σκέπασαν άλλα στοιχεία της ζωής του. Την αντιστασιακή δράση του στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, τον αγώνα του για τη συντριβή της δικτατορίας, την προσήλωσή του στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Στο πολωτικό κλίμα του ’89 δέχθηκε χυδαίες επιθέσεις και τις ανταπέδωσε με την ίδια σφοδρότητα. Η μετριοπάθεια ήλθε πολλά χρόνια αργότερα και επισφραγίστηκε με τις δεκάδες συνεντεύξεις του αλλά και με την απροσδόκητη εμφάνισή του, όρθιος στηριγμένος στο μπαστούνι του, στη διαδήλωση του «Ναι» στο Σύνταγμα το καλοκαίρι του 2015.
Είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποτίμηση της ζωής και της προσφοράς ενός τόσο χαλκέντερου και μακρόβιου πολιτικού. Τι έκανε σωστά, πού έκανε λάθος, αν είναι θύμα πολιτικών και ιστορικών μαγειρείων τα οποία τον μετέτρεψαν σε «Εφιάλτη» ή ένας διορατικός πολιτικός που απεχθανόταν το ψέμα και την κολακεία του λαού, και για αυτό έγινε «γρουσούζης» και «γκαντέμης» θα τα αποκαλύψει η Ιστορία.
Τον τίμησαν
Η πολιτική και πολιτειακή ηγεσία τον τίμησε παρευρισκόμενη σύσσωμη στην εξόδιο ακολουθία που ετελέσθη με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού στη Μητρόπολη Αθηνών, προτού μεταφερθεί η σορός του με C-130 στα Χανιά, για να ταφεί στο νεκροταφείο του Αργουλιδέ δίπλα στη σύζυγό του Μαρίκα, όπως ήταν η επιθυμία του. Τον τίμησαν και οι απλοί πολίτες που στήθηκαν υπομονετικά στην ουρά κάτω από τον καυτό ήλιο για να αποδώσουν το ύστατο χαίρε, αλλά όχι όσοι αποδοκίμασαν τον Αλέξη Τσίπρα και τον Πάνο Καμμένο. Δεν ήταν μόνο παράταιρο με τη στιγμή το γιουχάισμα. Ηταν η εικόνα των ανθρώπων αυτών, εκπροσώπων της λαϊκής, θρησκευόμενης, φανατικής Δεξιάς, έτοιμων να αποθεώσουν τους δικούς τους και να ξεσκίσουν όσους θεωρούν αντιπάλους, μια απτή υπενθύμιση του τυφλού διχασμού που τρώει τις σάρκες της Ελλάδας και δεν της επιτρέπει να βγει από την κρίση. Το «εμείς ή αυτοί» του Τσίπρα από την ανάποδη.
Γόνος πολιτικών
Η πολυκύμαντη ζωή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ξεκίνησε στις 18 Οκτωβρίου 1918 στη Χαλέπα, προάστιο τότε των Χανίων. Ηταν γιος του Κυριάκου Μητσοτάκη και εγγονός του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Κρήτης, αλλά και συγγενής του Ελευθέριου Βενιζέλου. Υπήρξε από μικρός ηγετική προσωπικότητα όχι μόνο εξαιτίας του εντυπωσιακού ύψους του που του χάρισε στα γυμνασιακά του χρόνια το παρατσούκλι «ξυλαπόστολος». Διάβαζε πολύ και μάθαινε γερμανικά με γερμανίδα δασκάλα καθώς η οικογένεια φρόντιζε με επιμέλεια τη μόρφωση των τέκνων της. Σε ηλικία 10 ετών εισάγεται με εξετάσεις στο Πρακτικό Λύκειο Χανίων, ένα από τα καλύτερα σε πανελλήνιο επίπεδο εκπαιδευτικά ιδρύματα. «Ο Κώστας ήταν πάντα πρώτος σε όλα τα μαθήματα εκτός από τη ζωγραφική που ήταν ένα δράμα και την ωδική που ήταν κάτι περισσότερο από δράμα» θυμάται ένας συμμαθητής του. Οταν ήλθε η ώρα του Πανεπιστημίου, ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν άντεχε τη δαπάνη αλλά ανέλαβε να καλύψει τα έξοδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Μητσοτάκης ήθελε να πάει στο Πολυτεχνείο, ο πατέρας του τον έσπρωχνε στη Νομική και ο Βενιζέλος τού πρότεινε να γίνει γεωπόνος. Αποφάσισε να δώσει στις δύο πρώτες Σχολές αλλά αρρώστησε την ημέρα των εισαγωγικών εξετάσεων στο Πολυτεχνείο και έτσι βρέθηκε φοιτητής της Νομικής. Τότε άφησε για πρώτη φορά την Κρήτη και ταξίδεψε στην Αθήνα. Τελείωσε το πανεπιστήμιο με άριστα τον Ιούνιο του 1940, λίγους μήνες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Η άτυχη γενιά του ’40
Κατατάσσεται στον στρατό και παρουσιάζεται στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στη Σύρο μαζί με άλλους νέους πτυχιούχους. Ανήκε στην άτυχη γενιά του ’40, η οποία μπήκε στη φωτιά του Παγκοσμίου Πολέμου, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Στη Σύρο το παρατσούκλι για το ύψος του έγινε «Φοίνικας».
Τοποθετήθηκε στη Μακεδονία, στο μετέπειτα γερμανικό μέτωπο, όπου έμεινε ενάμιση μήνα προτού αρχίσει η κατάρρευση του μετώπου και ξεκινήσει μια επικίνδυνη και βασανιστική πορεία προς την Αθήνα, στη διάρκεια της οποίας αιχμαλωτίσθηκε για λίγες ημέρες από τους Γερμανούς. Τον φοβερό χειμώνα του λιμού, το 1941, γράφεται σε τρία συσσίτια, των δικηγόρων, των εφέδρων αξιωματικών και των κρητικών στρατιωτικών και με ένα κουτάλι στην τσέπη γυρνάει και στα τρία για να χορτάσει την πείνα του με νερόβραστη και συχνά ανάλατη φασολάδα. Το καλοκαίρι του 1942 παίρνει άδεια από τις γερμανικές αρχές και επιστρέφει στην Κρήτη, όπου εντάσσεται αμέσως στην Αντίσταση και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Δεν προσχώρησε στο ΕΑΜ γιατί δεν ήταν κομμουνιστής αλλά ήταν μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (ΕΟΚ), η οποία συνεργαζόταν στενά με τους συμμάχους και είχε την υποστήριξη της κυβέρνησης του Καΐρου και της ΕΟΠΔ (Εθνική Οργάνωση Πληροφοριών και Δολιοφθοράς). Συνελήφθη από τους Γερμανούς δύο φορές και καταδικάστηκε σε θάνατο. Την πρώτη φορά πήρε χάρη με την ευκαιρία της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου 1944 και τη δεύτερη αντηλλάγη μαζί με εννέα συντρόφους του με τριπλάσιους γερμανούς αιχμαλώτους, λίγο πριν από την παράδοση των Γερμανών στα Χανιά.
Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ
«Ο Κώστας Μητσοτάκης» γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης στον πρόλογο της πολιτικής βιογραφίας του (εκδόσεις Παπαζήση) «όχι μόνο συνεργάστηκε με τους αντιστασιακούς κομμουνιστές στην Κατοχή, με αποτέλεσμα να μη χυθεί αίμα αδελφικό στην Κρήτη, όπως δυστυχώς έγινε στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και σε όλη την περίοδο που ακολούθησε τον Εμφύλιο ήταν ο μόνος που μέσα και έξω από τη Βουλή τολμούσε να ζητήσει τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ».
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946, με την Εθνική Πολιτική Ενωση, σε ηλικία 28 ετών. Ηταν ο νεότερος βουλευτής της μεταπολεμικής Βουλής και στην πρώτη ομιλία του πήρε θέση υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Εκτοτε εκλέγεται ανελλιπώς βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων ή τα κόμματα του Κέντρου, μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Τον Φεβρουάριο του 1951 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητική ευθύνη ως υφυπουργός Οικονομικών, σε ηλικία 32 ετών.
Το 1961 πρωτοστατεί στην προσπάθεια ενοποίησης του διασπασμένου Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, με την Κίνηση των Δέκα, μια ομάδα που ο Σοφοκλής Βενιζέλος χαρακτήρισε «μπαγάσηδες». Η προχωρημένη ηλικία του Παπανδρέου διευκόλυνε τις συνεννοήσεις αλλά υπήρχε και η επιθυμία της κεντρώας παράταξης να τον αποσπάσει από τον εναγκαλισμό με τον Κ. Καραμανλή –«τον προσελάβαμεν όχι ως δημοκράτην αλλά ως τον καλύτερον δικηγόρον της δημοκρατίας» έλεγε ο Ηλίας Τσιριμώκος. Η Ενωση Κέντρου σχηματίστηκε χάρη και στην επιμονή του Μητσοτάκη, ο οποίος έπεισε τον Βενιζέλο να συνεργασθεί με τον Παπανδρέου.
Στα Ιουλιανά
Επαιξε σημαντικό ρόλο στα Ιουλιανά, αρχικά προσπαθώντας να αποτρέψει την παραίτηση του Παπανδρέου από την πρωθυπουργία ώστε να αποσοβηθεί η κρίση με το Παλάτι, έπειτα όμως η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Αθανασιάδη – Νόβα θεωρήθηκε κίνηση πολιτικού αμοραλισμού, προδοσία της δημοκρατίας και στιγμάτισε τη μετέπειτα πορεία του. Ο Μητσοτάκης, αντί να αποτρέψει τον Εμφύλιο και τη δικτατορία όπως έλεγε, προκάλεσε βαθύ διχασμό στη δημοκρατική παράταξη και η αποστασία θεωρήθηκε πρόδρομος της δικτατορίας.
Τη νύχτα του πραξικοπήματος, 20ή προς 21 Απριλίου 1967, ο Μητσοτάκης συνελήφθη, όπως και οι περισσότερες πολιτικές προσωπικότητες. Στη συνέχεια του επεβλήθη κατ’ οίκον περιορισμός και τον Αύγουστο του 1968 διέφυγε με πλοιάριο από τη Ραφήνα στην Τουρκία και από εκεί στο Παρίσι, όπου τον Ιούνιο του 1969 τον συνάντησε η υπόλοιπη οικογένεια. Θα μείνουν εκεί για έξι χρόνια, ο Μητσοτάκης αναλαμβάνει έντονη δράση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και συνεργάζεται με τον επίσης αυτοεξόριστο Κ. Καραμανλή. Το 1973, λίγο πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, επέστρεψε στην Ελλάδα για να ενισχύσει τον αντιδικτατορικό αγώνα, μετακινείται στην Κρήτη όπου συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Οταν ο Κ. Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα, ο Μητσοτάκης, ο πρωτεργάτης της «λύσης Καραμανλή», βρισκόταν στα κελιά της φυλακής των Χανίων και έτσι δεν μπόρεσε να συμμετάσχει στην πρώτη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης.
Το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων
Τον Σεπτέμβριο του 1977 ίδρυσε το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων το οποίο κέρδισε δύο βουλευτικές έδρες και τον Μάιο του 1978 προσχώρησε στη ΝΔ και ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού. Την 1η Σεπτεμβρίου 1984 εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ και στις 11 Απριλίου 1990 ορκίστηκε πρωθυπουργός, μετά από τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Το 1993 παραιτήθηκε από την προεδρία του κόμματος μετά την ήττα στις εκλογές και τον Ιανουάριο του 2004 ανακοίνωσε τη λήξη της πολιτικής του καριέρας. Ιστορική είναι η ομιλία του στη Βουλή μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την 17 Νοέμβρη: «Την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας πρέπει να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατεύσουμε τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της» είπε.
Τον Ιούνιο του 1989 με το σκάνδαλο Κοσκωτά σε εξέλιξη, περιτριγυρισμένο από τα σκάνδαλα των υποκλοπών και του καλαμποκιού, η ΝΔ αναδεικνύεται πρώτο κόμμα αλλά δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Μπροστά στον κίνδυνο να παραγραφούν τα σκάνδαλα σχηματίζεται κυβέρνηση συνεργασίας της ΝΔ με τον Συνασπισμό, στον οποίο συμμετέχουν το ΚΚΕ με επικεφαλής τον Χαρίλαο Φλωράκη και η ΕΑΡ με επικεφαλής τον Λεωνίδα Κύρκο. Η κυβέρνηση Τζαννετάκη με κύριο σκοπό την «κάθαρση» παρέπεμψε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο. Το 1990 η ΝΔ κερδίζει την αυτοδυναμία αλλά η κυβέρνηση πέφτει τον Σεπτέμβριο του 1993. Πολλοί θεωρούν ότι η πτώση της οφείλεται στην προσπάθεια του Μητσοτάκη να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ, η οποία προκάλεσε ρωγμές στη ΝΔ, θύελλα στην αντιπολίτευση και προστέθηκε στο βάρος που είχε ήδη προκαλέσει η εξαιρετικά αντιδημοφιλής οικονομική πολιτική που ακολουθούσε, ιδίως με την ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών. Προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές, τις οποίες κέρδισε το ΠαΣοΚ, και ο Μητσοτάκης καθιέρωσε στον πολιτικό διάλογο τον όρο «διαπλεκόμενα συμφέροντα». «Το θέμα του ΟΤΕ δεν ήταν μείζον θέμα, κατέληξε να είναι μείζον, διότι ενεπλέκοντο τα ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία σε τελική ανάλυση έριξαν την κυβέρνηση…» επισημαίνει στη συνέντευξη διάρκειας 30 ωρών που έδωσε το 2007 στον Αλέξη Παπαχελά με τον όρο να προβληθεί μετά τον θάνατό του.
Εθεσε τον εαυτό του στην κρίση της Ιστορίας
Ο Μητσοτάκης από την ώρα που μπήκε στην πολιτική μέχρι τον θάνατό του ήταν διαρκώς παρών, σε όλες τις ιστορικές στιγμές που έτυχαν στον βίο του. Δεν ιδιώτευσε, δεν κρύφθηκε, δεν καλύφθηκε επαρκώς για να αποφύγει τα πυρά και την υπονόμευση αλλά ούτε εξήγησε απόλυτα κάποια σκοτεινά ερωτήματα που σκίασαν την πορεία του. Ισως αυτό που πίστευε για την Ελλάδα – «αυτή η χώρα όσο εύκολα χαλάει τόσο εύκολα φτιάχνει» – να το πίστευε και για τη δική του εικόνα. Αυτοκυριαρχούμενος και ψύχραιμος, αθεράπευτα αισιόδοξος και ωμά ειλικρινής, ήταν ένας statesman που έθεσε τον εαυτό του στην κρίση της Ιστορίας και όχι των συγχρόνων του. «Τι θα θέλατε να συγκρατήσει από εσάς η Ιστορία;» τον ρώτησε ο Θανάσης Διαμαντόπουλος στον δεύτερο τόμο της πολιτικής βιογραφίας του. «Δεν υπήρξα ο πολιτικός που σκέφτεται τι θα γράψει η Ιστορία. Πιστεύω πως έχω μεγαλύτερο αίσθημα ευθύνης, δεν κάνω τίποτα χωρίς να πιστεύω πως είναι σωστό και αυτό το κληρονόμησα από τη μάνα μου. Δεν το κάνω όμως για την Ιστορία. Το κάνω για τον εαυτό μου» απάντησε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ