Είναι γνωστή η μεγάλη ζημιά που προκαλεί στις σύγχρονες κοινωνίες η διαφθορά, η οποία τείνει, εδώ και καιρό, να καταλάβει την πρώτη θέση ανάμεσα στις ασθένειες που απειλούν τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Στατιστικές σε όλον τον κόσμο κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και καλούν τους υπεύθυνους να πάρουν μέτρα όσο είναι ακόμη καιρός, γιατί είναι σχεδόν ορατός ο ορίζοντας πέρα από τον οποίο η κατάσταση κινδυνεύει να βρεθεί εκτός ελέγχου. Το κρίσιμο πρόβλημα δεν απασχολεί μόνο τον καθημερινό άνθρωπο, ο οποίος πληροφορείται όλο και συχνότερα τις απάτες –μικρές, μεσαίες, μεγάλες ή και πολύ μεγάλες –που συνιστούν το υπόστρωμα και το στρώμα πάνω στο οποίο πλέκεται η δημόσιος αλλά και ο ιδιωτικός βίος· απασχολεί και τους πολιτικούς ιθύνοντες, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν λησμονούν να αναφερθούν στο θέμα κάθε φορά που τους δίνεται η ευκαιρία ή που τη δημιουργούν. Ολοι τους υπόσχονται ότι θα πατάξουν τη διαφθορά, επιστρατεύοντας εναντίον της όλα τα μέσα που διαθέτει ο νόμος. Η πραγματικότητα όμως δείχνει ότι μάλλον τα μέσα δεν επαρκούν ή ότι η νομοθεσία κάπου χωλαίνει ή, ακόμη, ότι οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν κάνουν πάντα σωστά τη δουλειά τους. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η διαφθορά, ακλόνητη, βρίσκεται στη θέση της, περιπαίζοντας τους αντιπάλους της.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη, αν σκεφτεί κανείς ότι τίποτα δεν προστατεύει τους δημόσιους λειτουργούς, πολιτικούς και άλλους, από την απειλή της διαφθοράς. Η δημοκρατία είναι ακριβό καθεστώς, οι υπηρεσίες που προσφέρει πολυδάπανες και τα χρήματα που διαχειρίζονται οι υπάλληλοι που την υπηρετούν είναι, εκ των πραγμάτων, πολλά. Αν στα προηγούμενα προστεθούν και τα αναπόφευκτα λάθη, είτε λόγω απειρίας, όπως αυτό μπορεί να συμβεί όταν η κυβέρνηση είναι σχετικά πρόσφατη, είτε λόγω συνήθειας και κάποιας κόπωσης ή και ανίας όταν οι κυβερνώντες βρίσκονται για πολύ χρόνο στην εξουσία, είτε, τέλος, λόγω απληστίας και βιασύνης, μια και δεν ξέρουν για πόσο καιρό θα βρίσκονται στην πλεονεκτική θέση που είναι τώρα η δική τους, μπορούμε να καταλάβουμε τους κινδύνους που ενέχονται στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η κατάσταση μοιάζει αδιέξοδη: η διαφθορά όχι μόνο είναι το κυρίαρχο γνώρισμα της κοινωνίας και το συστατικό στοιχείο του πολιτικού προσωπικού, αλλά και οι μέθοδοι για την καταπολέμησή της είναι αναποτελεσματικές.
Ευτυχώς όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το τραγικό αυτό συμπέρασμα ισχύει απολύτως. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει η ενδεχόμενη λύση είναι καρπός όχι της θεωρίας αλλά της ιστορικής συγκυρίας. Εδώ και αρκετό καιρό, πράγματι, το Κοινοβούλιο της Ρουμανίας ψήφισε ομόφωνα ένα προεδρικό σχέδιο που προέβλεπε τη διεξαγωγή εθνικού δημοψηφίσματος για το διάταγμα που προέβλεπε την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η ιδιοφυής σύλληψη βρίσκεται στο περιεχόμενο του διατάγματος, το οποίο προέβλεπε τη μείωση των ποινών για αξιωματούχους που κατηγορούνται για διαφθορά και, ταυτοχρόνως, θα προστάτευε δεκάδες κρατικούς αξιωματούχους από την άσκηση διώξεων. Απλούστερα: Ετσι κι αλλιώς κατακλέβουν το κράτος. Ετσι κι αλλιώς οι δεκάδες εξεταστικές επιτροπές δεν θα καταλήξουν πουθενά και θα στοιχίσουν σε χρήμα και χρόνο. Ετσι κι αλλιώς θα μείνουν ατιμώρητοι, εκτός από τους ηλίθιους που δεν κατάφεραν να καλύψουν τα νώτα τους. Προς τι λοιπόν όλη η φασαρία; Τους αθωώνουμε από την αρχή, αντί να τους θεωρήσουμε αθώους στο τέλος. Ενας νόμος και απλός: απαγορεύεται να κατηγορηθούν για διαφθορά και να διωχθούν κρατικοί λειτουργοί. Οπως λέχθηκε προ πολλού από διάσημα χείλη: όταν δεν μπορούμε να ισχυροποιήσουμε τη δικαιοσύνη, δικαιώνουμε την ισχύ.
Ο νόμος δυστυχώς δεν πέρασε, γιατί οι διαδηλώσεις εναντίον του ήταν ογκώδεις. Για μια ακόμη φορά η πολιτική ηγεσία βρέθηκε, εναντίον των μαζών, στην πρωτοπορία. Το παράδειγμα, λαμπρό, υπάρχει. Τι περιμένουμε;
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ