Τα ελληνικά προβλήματα σε σχέση με τη διαχείριση του Προσφυγικού – μεταναστευτικού μπορούν να ταξινομηθούν ακολούθως:
1ον. Το μέλλον των περίπου 47.000 εγκλωβισμένων στην επικράτεια, εκείνων δηλαδή που ήλθαν από τότε που έκλεισε η διάβαση στην Ειδομένη ως τα μέσα Μαρτίου, που τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι στην πλειονότητά τους δεν είχαν την πρόθεση να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, «σκάλωσαν» εδώ. Αν το μήνυμα που λαμβάνουν είναι ότι «θα κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να φύγετε» τότε οι ελπίδες ενσωμάτωσής τους γίνονται πιο ισχνές. Αν το μήνυμα είναι «η κοινωνική ένταξή σας είναι μονόδρομος εφόσον μένετε στην Ελλάδα» τότε θα έχουμε μια έκβαση πολλαπλού θετικού αθροίσματος για όλους μας. Αν μεθαύριο σε κάποιους δοθεί η δυνατότητα να φύγουν, τότε καλό τους ταξίδι.
2ον. Το μέλλον αυτών που εισέρχονται στην επικράτεια μετά την έναρξη εφαρμογής της Συμφωνίας και σωρεύονται στα νησιά του Αιγαίου στα οποία συλλαμβάνονται και κρατούνται (16.000 σήμερα).
Η επιλογή της κράτησης των ανθρώπων στα νησιά κινδυνεύει πολύ σύντομα να τινάξει στον αέρα την ήδη εύθραυστη κοινωνική συνοχή στις νησιώτικες κοινότητες. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν χρωστούν να γίνουν αποθήκες προσφύγων, ούτε οι άνθρωποι αποθηκευτικό υλικό. Αν η Ελλάδα ορθώς ζητά αλληλεγγύη από την ΕΕ για να μην καταντήσει εσαεί η ιδανική προσφυγική αποθήκη, τότε η ίδια αλληλεγγύη πρέπει να ισχύσει και στο εσωτερικό της: ο πληθυσμός αυτός πρέπει να καταμεριστεί αναλογικά στην ελληνική επικράτεια σε συνθήκες ανθρώπινες. Να γίνει σαφές πως καμία διεθνής υποχρέωση της χώρας (αναφέρομαι στη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας) δεν προβλέπει ότι οι άνθρωποι πρέπει να παραμένουν στα νησιά. Ο λόγος για τον οποίο προκρίθηκε η επικίνδυνη αυτή επιλογή είναι ότι η ΕΕ δεν νιώθει διόλου άνετα με πρόσφυγες στην ελληνική ενδοχώρα λόγω του φόβου ότι μπορεί να ανοίξει κάποιο νέο πέρασμα όπως της Ειδομένης, ενώ η Τουρκία λέει ότι δεν θα δεχθεί επιστροφές ανθρώπων που δεν βρίσκονται στα νησιά. Κανείς από τους δύο αυτούς λόγους δεν είναι πιο ισχυρός, ωστόσο, σε σχέση με την άμεση ανάγκη αποσυμφόρησης των νησιών. Η εμμονική πολιτική της κυβέρνησης, στο σημείο αυτό, μπορεί να αποβεί καταστροφική.
3ον. Το μέλλον εκείνων που πιθανώς να επιστρέφουν στην Ελλάδα από άλλες χώρες της ΕΕ, δυνάμει του Κανονισμού Δουβλίνου ΙΙΙ ο οποίος από τον Μάρτιο 2017 επανατίθεται μερικώς ή σταδιακά σε ισχύ.
Το αποτέλεσμα θα είναι πως όσοι διέρχονται από την ελληνική επικράτεια και φθάνουν στη Βόρεια Ευρώπη θα επιστρέφονται. Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν διαπραγματευθεί ουσιαστικά και επιθετικά την ανάγκη αναθεώρησης του «Δουβλίνου», τώρα που η συζήτηση για την αναθεώρησή του δεν έχει κλείσει, το μέλλον διαγράφεται πιο σκοτεινό. Για να γίνει όμως αυτό, δεν μπορεί η Ελλάδα να βολεύεται με λύσεις αποσυμφόρησης τύπου «Ειδομένης». Αν η χώρα συνεχίσει να εμφανίζεται ως ο γενναιόδωρος τροχονόμος των ροών προς τον Βορρά, τότε με κάθε βεβαιότητα το «Δουβλίνο» θα συνεχίσει να είναι η τιμωρία της ΕΕ προς την Ελλάδα. Αντί λοιπόν η Ελλάδα να κάνει το «μαντρόσκυλο» της ΕΕ θέτοντας σε εφαρμογή τη Συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, ας φωνάξει τεκμηριωμένα ότι η Συμφωνία αυτή και ο Κανονισμός του Δουβλίνου είναι το μεγάλο πρόβλημα για την ίδια την Ευρώπη και φυσικά για τη χώρα. Την ίδια στιγμή όμως, πρέπει υπεύθυνα να αποτρέπει τη μετατροπή της επικράτειάς της σε κέντρο διερχομένων. Αν η Ελλάδα δεν μιλήσει, ποιος θα το κάνει; Η εμμονή στην υπεράσπιση των πραγμάτων ως έχουν είναι πολιτικός αυτισμός, απάνθρωπος για τους πρόσφυγες και καταστροφικός για τη χώρα.
4ον. Το μέλλον των ανθρώπων που μετοίκησαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας και δυστυχώς ακόμη δεν έχουν διευθετήσει με οριστικό τρόπο το ζήτημα της νομιμότητας της διαμονής τους.
Πέραν των ανθρώπων που έχουν μείνει στη χώρα τον τελευταίο χρόνο και έχουν δημοσίως καταγραφεί ως «προσφυγικό πρόβλημα», στην Ελλάδα υπάρχει δεκαπλάσιος αριθμός μεταναστών («πολίτες τρίτων χωρών»), που ήρθαν τις δύο προηγούμενες δεκαετίες (περίπου 600.000). Ενα τμήμα τους, ακόμη και σήμερα, παλεύει να διευθετήσει νομίμως τη ζωή τους εδώ. Η υπερενασχόληση των κρατικών δομών με τους πρόσφυγες έχει αφήσει ένα τεράστιο κενό εξουσίας και διοικητικής οργάνωσης σε ό,τι αφορά τους μετανάστες που βρίσκονται στη χώρα και παλεύουν με νύχια και με δόντια, μαζί με τους υπόλοιπους Ελληνες, να ζήσουν ανθρώπινα στις συνθήκες της κρίσης. Ως σήμερα, η ηγεσία του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής δεν έχει διόλου ασχοληθεί με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα για την οποία συστάθηκε: αυτή δεν είναι μόνο οι πρόσφυγες που έρχονται επί των ημερών μας, αλλά οι άνθρωποι που έχουν χρόνια μεταφέρει στην Ελλάδα το βιος τους. Αυτό πρέπει να γίνει το ταχύτερο –«χθες», που λένε.
5ον. Το μέλλον των παιδιών που, σύμφωνα με τον νόμο, έχουν το δικαίωμα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια αλλά δεν μπόρεσαν.
Ακόμη μια παράπλευρη απώλεια της αποκλειστικής εστίασης στο Προσφυγικό και της εγκατάλειψης της μεταναστευτικής πολιτικής είναι η (μη) εφαρμογή του νόμου για την ιθαγένεια στα παιδιά που γεννήθηκαν ή και ανατρέφονται στη χώρα. Ο νόμος αυτός (Ιούλιος 2015) υπήρξε από τις ελάχιστες ιδεολογικές και πολιτικές νίκες που πέτυχε η Αριστερά κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (παρά τους) – ΑΝΕλ. Και όμως, η εφαρμογή του παραπαίει στον «αυτόματο πιλότο». Καμία, ωστόσο, κρίσιμη νομική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τη διοίκηση χωρίς πολιτική πυγμή από την κυβέρνηση. Ως σήμερα, τέτοια στρατηγική υλοποίησης δεν έχει υπάρξει. Το αποτέλεσμα είναι ότι, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου, είναι ελάχιστος ο αριθμός των παιδιών που έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Η ματαίωση της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς είναι κακός οιωνός, για οποιαδήποτε χώρα, πολλώ δε μάλλον για την Ελλάδα σήμερα.

Κατακλείδα:
Είναι ζητούμενο να μη γίνει η Ελλάδα ο «Λίβανος» της Ευρώπης στο Προσφυγικό και οι ριζωμένοι στη χώρα μετανάστες να ενταχθούν ομαλά. Οι πολιτικές που ακολουθούνται για την υλοποίηση αυτών των πολιτικών είναι, όμως, εμφανώς ατυχείς. Κρίσιμες διορθωτικές κινήσεις, δομικού τύπου είναι επιβεβλημένες. Αν τούτο δεν γίνει αμέσως –και σίγουρα κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2017 –τότε η κατάσταση που θα κληθούμε να διαχειριστούμε στο μέλλον θα είναι ακόμη δυσκολότερη. Και «το μέλλον διαρκεί πολύ».

Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι πρόεδρος FIDH (Διεθνής Ομοσπονδία Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ