Οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας εμπεριέχουν ένα ευρύ φάσμα γεγονότων και ρυθμίσεων, που θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στη διαπλοκή δύο διαφορετικών δικαιοταξιών, της εκκλησιαστικής και της πολιτειακής. Εν όψει της συμπλήρωσης 71 χρόνων από την παρέλευση των Δεκεμβριανών και των προεορτίων του ελληνικού εμφύλιου πολέμου, σκόπιμο είναι να διερευνηθεί η διαπλοκή αυτή στο πρόσωπο ενός ηγέτη ταυτοχρόνως και των δύο δικαιοταξιών, του Αρχιεπισκόπου – Αντιβασιλέως – Πρωθυπουργού Δαμασκηνού, κατά κόσμον Δημητρίου Παπανδρέου, ανθρώπου με εξαιρετική μόρφωση και διοικητικές ικανότητες.
Το αρχιεπισκοπικό ζήτημα
Ο Δαμασκηνός ανέπτυξε πλούσια δράση ήδη πριν από την ανάληψη της αντιβασιλείας, με ενδεικτικά περιστατικά τη συμβολή του στην ανοικοδόμηση της σεισμοπλήκτου Κορίνθου προς εκπλήρωση της οποίας μετέβη στην Αμερική, την ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης, που λειτούργησε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1943.
Ως πρώτη σημαντική διαπλοκή των δύο ως άνω αναφερόμενων δικαιοταξιών, που εντοπίζεται στον βίο και στο έργο του φέρεται το αρχιεπισκοπικό ζήτημα καθ’ όλη τη διάρκειά του έως την οριστική του επίλυση το 1946. Πρόκειται για την ακύρωση της αρχιεπισκοπικής του εκλογής το 1938 από το Συμβούλιο της Επικρατείας, κίνηση υποκινούμενη από τον Ιωάννη Μεταξά, όπως ο ίδιος καταμαρτυρεί εκτεταμένως στο Προσωπικό του Ημερολόγιο. Η αποκατάστασή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επήλθε το 1941 δια της μέσω νομοθετικής οδού συγκροτήσεως Μείζονος Αριστίνδην Συνόδου, οι αποφάσεις της οποίας κυρώθηκαν από επίσης αριστίνδην Σύνοδο του 1946.
Διετέλεσε αντιβασιλέας έπειτα από έντονες διαπραγματεύσεις και την αρχική άρνηση του Γεωργίου Β’, με καθοριστικό γεγονός το ξέσπασμα των Δεκεμβριανών και την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, ο Ουίστον Τσώρτσιλ μετέβη στην Ελλάδα στις 25.12.1944 διά να συσκεφτεί με τους αρχηγούς των κομμάτων στο υπουργείο Εξωτερικών και διά να συναντηθεί με τον Δαμασκηνό. Κατά την επιστροφή του στην Αγγλία φαίνεται πως έπεισε τον Γεώργιο για την επιτακτικότητα της ανάγκης ορισμού αντιβασιλέως, όπως καταμαρτυρεί το τηλεγράφημα που απέστειλε στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στις 30.12.1944, μία μέρα πριν από τον διορισμό του Δαμασκηνού στην επίμαχη θέση και τη συνεπακόλουθη προεδρία της ιεραρχίας υπό του Ιωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, μέχρι τη λήξη της Αντιβασιλείας έπειτα από την επάνοδο του Γεωργίου. Η επιστροφή επήλθε δια του δημοψηφίσματος της 1.9.1946, η φύση και ο σκοπός του οποίου προκάλεσαν εντάσεις και σφοδρές συζητήσεις στο κοινοβούλιο, έως και κυβερνητική κρίση το 1945 (συγκεκριμένα το θέμα της πρόταξης των εκλογών), όταν ο Δαμασκηνός έκρινε απαραίτητη τη λήψη εκ μέρους του της θέσης του προέδρου της κυβερνήσεως για διάστημα ολίγων ημερών.
Εκκλησία και πολιτική
Ο Δαμασκηνός απεβίωσε στις 20.5.1949 σε διάστημα κατά το οποίο είχε αφοσιωθεί στα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα. Είναι αλήθεια δυσχερής η αποτίμηση του έργου ενός ανθρώπου που διετέλεσε ρόλο στα πολιτικά και εκκλησιαστικά δρώμενα σε μια περίοδο μη ομαλή, όπως αυτή του εμφυλίου και είναι επίσης αδύνατον να απομονωθεί η περίπτωσης αυτή του Δαμασκηνού ως χαρακτηριστικό παράδειγμα σχέσεων του κράτους και της Εκκλησίας, ακριβώς εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των συνθηκών. Ωστόσο, συνολικά θεωρημένη η ιστορική διαδρομή των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας ήδη από τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830, διακρίνεται ο δια της νομοθετικής οδού καθορισμός της εκκλησιαστικής διοικήσεως σε πολλές περιπτώσεις δια την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων όπως χαρακτηριστικά το 1833, όταν η υποταγή της Εκκλησίας στον κρατικό μηχανισμό επετεύχθη προς αποδυνάμωση του κλήρου και προς αποφυγή αντιδράσεων εξ αυτού στην πραγμάτωση του σχεδίου δράσεως της Αντιβασιλείας.
Σημειώνεται δηλαδή μια de jure σύνδεση της Εκκλησίας με το Κράτος, αλλά και μία de facto μέσω της μεταφοράς της «Εκκλησίας» στην «Πολιτική», με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αρχιεπίσκοπο των δεκατριών ημερών Ιάκωβο (1962), η περίπτωση του οποίου προκάλεσε αφορμή για διενέξεις στο κοινοβούλιο. Οι σχέσεις, λοιπόν, των δύο αυτών οργανισμών δεν είναι μονάχα νομική, ούτε είναι σκόπιμο να εξετάζεται εντελώς τεχνοκρατικά και αποκομμένα από τις ιστορικοπολιτικές συνθήκες διαμόρφωσης του εκάστοτε νομικού καθεστώτος.
Η κυρία Βασιλική Γκουντρουμπή είναι τελειόφοιτη του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η κυρία Ελένη Παλιούρα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εκκλησιαστικού Δικαίου ΕΚΠΑ.