Οι τρομακτικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στο Παρίσι αποτελούν μια σκληρή υπενθύμιση ότι οι δυτικές δυνάμεις δεν μπορούν να περιορίσουν –πόσω μάλλον να απομονωθούν από –τις ανεπιθύμητες συνέπειες των παρεμβάσεών τους στη Μέση Ανατολή. Τα γεγονότα σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη, σε συνδυασμό με τον εμφύλιο πόλεμο που διαλύει την Υεμένη, έχουν δημιουργήσει τεράστια πεδία σφαγής και κύματα προσφύγων ενώ «γέννησαν» τρομοκράτες που θα συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια για πολλά χρόνια ακόμη. Και η Δύση έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτό.
Οι στρατιωτικές επεμβάσεις με επικεφαλής τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ από το 2001 και μετά αντανακλούν μόνο την πιο πρόσφατη προσπάθεια των δυτικών δυνάμεων να διαμορφώσουν τη γεωπολιτική της περιοχής. Αλλά αυτές οι δυνάμεις πάντα προτιμούσαν την επέμβαση δι’ αντιπροσώπου. Αυτή ακριβώς η στρατηγική –εκπαίδευση, χρηματοδότηση και εξοπλισμός τζιχαντιστών που θεωρούνται μετριοπαθείς για να πολεμήσουν τους ακραίους –σήμερα εκπυρσοκροτεί.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες αποδείξεις για το αντίθετο, οι δυτικές δυνάμεις παραμένουν προσκολλημένες σε μια προσέγγιση που θέτει σε κίνδυνο τη δική τους ασφάλεια. Θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο ότι όσοι εξαπολύουν βίαιο τζιχάντ δεν μπορούν να είναι μετριοπαθείς. Ωστόσο, ακόμη και αφότου παραδέχθηκαν ότι η πλειονότητα των μελών του εκπαιδευμένου από τη CIA Ελεύθερου Συριακού Στρατού αυτομόλησε στο Ισλαμικό Κράτος, οι ΗΠΑ ενέκριναν εκ νέου βοήθεια ύψους 100 εκατ. δολαρίων προς τους αντάρτες της Συρίας.
Η Γαλλία επίσης έχει παράσχει βοήθεια σε σύρους αντάρτες και πρόσφατα ξεκίνησε αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο η Γαλλία έγινε στόχος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γαλλία έχει παράδοση στην ανεξάρτητη και πραγματιστική εξωτερική πολιτική και αυτό φάνηκε στην αντίθεσή της στην εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ το 2003. Αλλά αφότου ο Νικολά Σαρκοζί έγινε πρόεδρος το 2007, η Γαλλία ευθυγράμμισε τις πολιτικές της περισσότερο με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και συμμετείχε ενεργά στην ανατροπή του λίβυου ηγέτη Μοαμάρ Καντάφι το 2011.
Και όταν ο Ολάντ διαδέχθηκε τον Σαρκοζί το 2012, η Γαλλία αναδείχθηκε σε μία από τις πλέον παρεμβατικές χώρες στον κόσμο, με στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, στην Ακτή Ελεφαντοστού, στο Μάλι, στη Σαχέλ και στη Σομαλία, προτού επέμβει στη Συρία. Αυτές οι επεμβάσεις αγνοούν την Ιστορία. Με απλά λόγια, κάθε επέμβαση της Δύσης αυτόν τον αιώνα είχε απροσδόκητες συνέπειες που βγήκαν εκτός συνόρων και προκάλεσαν άλλη επέμβαση.
Το ίδιο συνέβη και στα τέλη του 20ού αιώνα. Τη δεκαετία του 1980, υπό τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες με χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία εκπαίδευσαν χιλιάδες ισλαμιστές εξτρεμιστές για να πολεμήσουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης στο Αφγανιστάν. Το αποτέλεσμα ήταν η Αλ Κάιντα, της οποίας οι ενέργειες προκάλεσαν την εισβολή του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου στο Αφγανιστάν και τη δικαιολογία για την εισβολή στο Ιράκ. Οπως παραδέχθηκε η πρώην υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον το 2010, «τους εκπαιδεύσαμε, τους εξοπλίσαμε, τους χρηματοδοτήσαμε, συμπεριλαμβανομένου κάποιου με το όνομα Οσάμα μπιν Λάντεν. Και δεν μας πήγε και τόσο καλά».
Παρ’ όλα αυτά, η Δύση επενέβη στη Λιβύη για να ανατρέψει τον Καντάφι δημιουργώντας με επιτυχία ένα τζιχαντιστικό οχυρό στο νότιο κατώφλι της Ευρώπης και ανοίγοντας τον δρόμο για τη ροή όπλων και μαχητών σε άλλες χώρες. Αυτή η αποτυχία προκάλεσε τις επεμβάσεις της Γαλλίας στο Μάλι και στη Σαχέλ.
Και παρότι η Ρωσία διενεργεί τη στρατιωτική εκστρατεία της ανεξάρτητα από τις δυτικές δυνάμεις (αντανακλώντας την υποστήριξη προς τον Ασαντ), έχει γίνει και η ίδια στόχος με την επίθεση σε ρωσικό αεροσκάφος πάνω από τη Χερσόνησο του Σινά. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις επιθέσεις στο Παρίσι μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική ανάμειξη στη Συρία και στο Ιράκ επιταχύνοντας τον καταστροφικό κύκλο των επεμβάσεων.
Ηδη το συναίσθημα σε Γαλλία, ΗΠΑ και αλλού είναι αυτό που οδηγεί την πολιτική και όχι η λογική. Πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας δεν μπορεί να κερδηθεί με αναξιόπιστους συμμάχους, όπως οι ισλαμιστές μαχητές ή φονταμενταλιστικά βασίλεια. Ο κίνδυνος ανεπιθύμητων παρενεργειών είναι αδικαιολόγητα μεγάλος. Δεν είναι αργά για τις δυτικές δυνάμεις να σκεφθούν τα μαθήματα του παρελθόντος και να αναθεωρήσουν ανάλογα με τις πολιτικές τους. Δυστυχώς όμως αυτή φαίνεται ότι θα είναι η λιγότερο πιθανή απάντηση στις πρόσφατες επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους.
Ο κ. Brahma Chellaney είναι καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο Κέντρο Πολιτικής Ερευνας με έδρα το Νέο Δελχί και συνεργάτης της Ακαδημίας Robert Bosch στο Βερολίνο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ