Ο κ. Τσίπρας τις τελευταίες μέρες το τερμάτισε. Αντί να εκδιώξει τον Βαρουφάκη, με τον λόγο του στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε στην άποψη του υπουργού του των Οικονομικών. Ο Γιούνκερ και ο Σουλτς τα είπαν έξω από τα δόντια.
Είναι εμπάθεια αυτή η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ; Είναι έλλειψη κατανόησης των πολύ μεγάλων αλλαγών που αυτός κομίζει στην Ευρώπη; Είναι φθόνος έναντι μιας Αριστεράς που κατόρθωσε να έρθει στην εξουσία, ενώ η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της ψάχνει τα βήματά της; Οχι, δεν είναι κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, είναι μια προσπάθεια να μην ταυτιστεί για πάντα στις συνειδήσεις των πολιτών η Αριστερά με αυτό που συμβαίνει σήμερα.
Η συμπορευόμενη με επικίνδυνους εθνικιστές σε λιτανείες και παρελάσεις «πρώτη φορά Αριστερά», μπορεί να είναι πρώτη φορά, αλλά δεν είναι Αριστερά. Η κριτική σε αυτή τη διακυβέρνηση είναι καθήκον και υποχρέωση καθενός που ενδιαφέρεται, ώστε η κατάληξη να μην είναι η μονιμοποίηση της υπόκλισης Λαφαζάνη στους ασφαλίτες, σημερινούς μαφιόζους, απογόνους του σοβιετικού ολοκληρωτισμού.
Η απομάκρυνση της χώρας από την Ευρώπη και τον Διαφωτισμό, αν γίνει, δεν πρέπει να γίνει στο όνομα της Αριστεράς. Αν δεν μπορεί να αποτραπεί, τουλάχιστον να φανεί ως αυτό που πραγματικά είναι. Μια βαθύτατα αντιδραστική πολιτική, αποτέλεσμα του βαθέος αντι-Διαφωτισμού, μια ενέργεια του βαθύτατου σκότους και όχι ενέργεια μιας ιδεολογίας που θέλει τη συμπόρευση της ελευθερίας με την ισότητα μέσα στον πυρήνα της δημοκρατικής Ευρώπης.
Η σημερινή κυβέρνηση της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» κατόρθωσε να ενισχύσει τις πιο σκληρές απόψεις υπέρ της λιτότητας στην Ευρώπη και μας αποξένωσε από όλες εκείνες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοί μας στον αγώνα για τον επαναπροσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση διολισθαίνει κάθε μέρα σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι που οδηγεί, πολύ φοβάμαι, σε εκούσια ρήξη. Η άνευ σχεδίου πολιτική της και το ανέκδοτο που λέγεται «διαπραγμάτευση» απειλούν την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ. Στον βωμό των συμφερόντων των κομμάτων και των «πλεγμάτων εξουσίας» που τη συγκροτούν διορίζει σε υψηλές θέσεις αρχολίπαρους και σπουδαρχίδες που το μόνο προσόν τους είναι η κομματική ταυτότητα. Δεν ανοίγει καμία συζήτηση για το τι κοινωνία θέλουμε και τι χώρα θέλουμε.
Στηρίζει συντεχνίες του παρελθόντος και προωθεί κρατικίστικες αναδιανεμητικές λογικές, οι οποίες απειλούν ακόμη και αυτό το γλίσχρο πρωτογενές πλεόνασμα. Οδηγεί την οικονομική ζωή σε καταστολή και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Μιλάει για αυξήσεις των κατώτατων μισθών την ώρα που αυξάνονται οι αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας. Δεν βλέπει το Κράτος Πρόνοιας ως πάροχο κοινωνικών υπηρεσιών προς όλους, αλλά ως «ημέτερο» που μοιράζει επιδόματα σε όσους συνδέονται με τα «δίκτυα εξουσίας».
Υποστέλλει τη σημαία σε θέματα αυτονόητα για την Αριστερά όπως είναι ο διαχωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία, αλλά και ο διαχωρισμός της κυβέρνησης (εκτελεστική εξουσία) από τα κυβερνώντα κόμματα στο κοινοβούλιο (νομοθετική εξουσία). Τα κομματικά όργανα υποκαθιστούν τη Κυβερνητικό Συμβούλιο. Συνεχίζει την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, οι οποίες χρησιμοποιούσαν το κράτος ως λάφυρο. Το σημαντικότερο είναι ότι ούτε καν σχεδιάζει, πολύ περισσότερο δεν υπηρετεί, έστω και στα πρώτα στάδιά της, μια άλλη αφήγηση για το παραγωγικό μοντέλο που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση. Το όραμα αυτής της «πρώτη φορά Αριστεράς» είναι ένα μη συμβατό με τις διεθνείς εξελίξεις οικονομικό μοντέλο Βενεζουέλας, ένα αυταρχικό μοντέλο ανίκανο να παραγάγει εισοδήματα και θέσεις απασχόλησης.
Επειδή δημοκρατική και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά σημαίνει ισότητα εν ελευθερία, κράτος δικαίου και παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, ανεκτικότητα και όχι ασυδοσία, αντιεθνικισμός και όχι ψεκασμένος εθνικισμός, λογική και όχι παραλογισμός, αποδοχή των συμβιβασμών, όχι ως «ύπουλα» μέσα για να περάσεις το δικό σου, αλλά ως τρόπο πολιτικής διαπραγματευτικής συμπεριφοράς, δεν μπορούν οι δυνάμεις του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου να στηρίζουν έστω και κριτικά μια κυβέρνηση που καμία σχέση δεν έχει με όλα αυτά. Το κρυφτούλι πίσω από την «κριτική υποστήριξη» μιας τέτοιας διακυβέρνησης είναι πολιτικό και ηθικό ατόπημα.
Οταν οι Ελληνες ξυπνήσουν από το χαρούμενο όνειρο της «εθνικής αξιοπρέπειας» θα αντιδράσουν όπως ο Γούντι Αλεν. Αυτός σε μια από τις πρώτες του ταινίες είναι αιχμάλωτος λατινοαμερικανών ανταρτών, οι οποίοι αφού τον έχουν ξυλοφορτώσει, τον μπουγελώνουν για να ξυπνήσει και να συνεχίσουν να τον δέρνουν. Αυτός ξυπνώντας αρχίζει έντρομος να φωνάζει «όχι άλλες Πολωνέζες!». Ετσι και ο ελληνικός λαός όταν ξυπνήσει από το όνειρο της «πρώτη φορά Αριστεράς» θα αρχίσει έντρομος να φωνάζει «όχι άλλη Αριστερά». Αυτό δεν πρέπει να συμβεί.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ