Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να μην ξέρουμε τι ακριβώς γιορτάζουμε κάθε Ιούλιο. Την πτώση της χούντας; Τη μετάβαση στη δημοκρατία; Την αρχή της Μεταπολίτευσης; Το τέλος της; Την «καλή» ή την «κακή» Μεταπολίτευση; Η πολύπλευρη κρίση των τελευταίων χρόνων συνέβαλε καθοριστικά στην αναψηλάφηση του πρόσφατου παρελθόντος, ενώ παρήγαγε νέες διχαστικές αφηγήσεις. Το success story της επιτυχημένης μεταπολιτευτικής Ελλάδας με την εδραίωση της δημοκρατίας και τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας, την καθιέρωση της ισονομίας και της ισοπολιτείας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την κοινωνική κινητικότητα κλονίστηκε από αντιρρητικούς λόγους. Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ακούμε, είναι η χώρα του λαϊκισμού, των πελατειακών δομών και του συντεχνιασμού, της βίας και της ανομίας, των αλόγιστων κρατικών δαπανών και της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ενα «αποτυχημένο κράτος», παρίας και ουραγός στις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Γιατί να μην επανεξετάσουμε τις βολικές «μισές αλήθειες» και τους ναρκισσιστικούς αυτο-εγκωμιασμούς του αφηγήματος της Μεταπολίτευσης; θα ρωτήσει κανείς. Ευκαιρία είναι η κρίση για να ξανασκεφθούμε τι πήγε λάθος. Κανένα πρόβλημα –ειδικά σε μια κοινωνία εθισμένη στην αντίληψη του «περιούσιου λαού» της ιστορίας λίγη (αυτο)κριτική δεν βλάπτει. Πόσο δημιουργική είναι όμως μια αναψηλάφηση της ιστορίας η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις διολισθαίνει προς την αντικατάσταση μιας σχηματικής ερμηνείας από μια άλλη εξίσου σχηματική; Και πόσο παραγωγικοί είναι εκείνοι οι πολιτικοί λόγοι που ενσωματώνουν ιστορικά επιχειρήματα για να τα μετουσιώσουν σε πατερναλιστικές νουθεσίες, συλλογική αυτο-ενοχοποίηση, αυταρχικό εκσυγχρονισμό, επιδερμικό οριενταλισμό ή ακόμη και ακραιφνή, μετεμφυλιακής σχεδόν κοπής, συντηρητισμό;
Η επέτειος δίνει την ευκαιρία να ξανασκεφθούμε το σύγχρονο παρελθόν μας χωρίς να καταφύγουμε αναγκαστικά σε «δέκα λεπτά κήρυγμα». Τι σημαίνει το γεγονός ότι σχεδόν όλο το πρόσφατο ελληνικό παρελθόν προσδιορίζεται ως «Μεταπολίτευση»; Ανεξάρτητα από το αν είναι δόκιμος ή όχι, ο όρος άντεξε και συνέθεσε στο εσωτερικό του την πολιτειακή μεταβολή (στην οποία κυριολεκτικά αναφέρεται), τη διαδικασία της μετάβασης αλλά και μια περίοδο «μακράς διάρκειας» που φτάνει τα σαράντα χρόνια. Η αντοχή και η πολυσημία του δεν καθιστά απλώς την Ελλάδα μια ιδιόμορφη περίπτωση μεταξύ των δημοκρατικών μεταβάσεων σε Νότια Ευρώπη, Λατινική Αμερική και αλλού κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι διευρυμένες χρήσεις του απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση προκειμένου να κατανοηθεί η μεταιχμιακή αντίληψη του ιστορικού χρόνου αλλά και το βάθος των αναφορών, των προσδοκιών, των σχεδιασμών των ιστορικών υποκειμένων. Σηματοδοτεί η «Μεταπολίτευση» μόνο το τέλος της χούντας των συνταγματαρχών; Ή μήπως αποτελεί μια οριακή στιγμή μέσα στον ελληνικό 20ό αιώνα των διχασμών, των συγκρούσεων, των πολέμων, του Εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου; Και ποια είναι τα σενάρια, οι προσδοκίες, οι κοινωνικές εμπειρίες που περιέλαβε στο εσωτερικό της;
Επιπλέον, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής ελληνικής δημοκρατίας και ποια ζητήματα τίθενται συνολικότερα για τις δημοκρατίες μέσα και έξω από τη χώρα μας σήμερα; Δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό σε μια επέτειο για την αποκατάσταση της δημοκρατίας από το να αντιμετωπίζουμε όχι την κριτική απέναντι σε στρεβλώσεις αλλά τη «δημοφοβική» και τελικά ελιτίστικη εχθρότητα απέναντι στην ίδια τη δημοκρατία στο όνομα της «εναντίωσης στον μεταπολιτευτικό λαϊκισμό». Αν απεγκλωβιστούμε από αυτό το διανοητικά και πολιτικά συντηρητικό σύμπαν, μπορούμε να αποτιμήσουμε κριτικά τα αιτήματα, τις διαδικασίες, τις προϋποθέσεις δόμησης της ισονομίας, της ισοπολιτείας, του κράτους δικαίου στον ελληνικό 20ό αιώνα όπως εκβάλλουν στη μεταπολιτευτική περίοδο αλλά και τα ελλείμματα δημοκρατίας. Το ζήτημα είναι σημαντικό. Oι σύγχρονοι πολιτικοί μετασχηματισμοί καθιστούν επιτακτική την κατανόηση των διαδικασιών συγκρότησης των μεσοστρωματικών δημοκρατιών, της εμβάθυνσης των πολιτικών της εξατομίκευσης, της ανασύνθεσης της πολιτικής επικοινωνίας στα μιντιακά περιβάλλοντα. Πολύ δε περισσότερο προβάλλει βασανιστικό το ερώτημα της απαξίωσης των δημοκρατικών διαδικασιών εν μέσω της κρίσης.
Ενα τελευταίο ζήτημα αφορά την έννοια της ανασυγκρότησης. Αν ένα τμήμα των συμπολιτών μας δεν γιορτάζει μαζί μας σε αυτή την επέτειο επειδή στρέφεται σε ακραία εθνικιστικές, ακροδεξιές ή νεο-ναζιστικές εκδοχές πολιτικής, πρέπει να διερωτηθούμε γιατί. Μπορούν οι μελλοντικοί πολιτικοί σχεδιασμοί να εξαντλούνται στην αέναη επανάληψη του μεταπολιτευτικού στάτους κβο, στην προσομοίωση των αριστερόστροφων ριζοσπαστικών βερμπαλισμών της πρώτης περιόδου μετά τη χούντα ή σε μια μετα-πολιτική που περιορίζεται σε καλές προθέσεις ή σε στρατηγικές διαχείρισης; Η κρίση κλόνισε το πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο που λειτούργησε σταθεροποιητικά για τη χώρα στον ύστερο 20ό αιώνα. Η κριτική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης περνάει και από την ανανέωσή του μέσω ενός συνεκτικού σχεδίου ανόρθωσης.
Η Μεταπολίτευση είναι, όπως όλες οι ιστορικές περίοδοι, πολυσχιδής και πολυκύμαντη. Εμπεριέχει ωστόσο ορισμένες από τις σημαντικότερες εξελίξεις της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Αξίζει να τη γιορτάζουμε όπως της πρέπει, ειδικά εν μέσω της κρίσης: για τα πολλά καλά της δημοκρατίας και της ειρήνης και με το βλέμμα προσηλωμένο στην κριτική της αποτίμηση και στην αυτογνωσία, ούτε στην εξιδανίκευση αλλά ούτε και στη μίζερη δαιμονοποίησή της. Ας αξιοποιήσουμε κριτικά και δημιουργικά, στο όνομα και των νεότερων γενεών, όχι μόνο στο όνομα αυτών που πέρασαν, τις θετικές κληρονομιές της.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ