Βραζιλιάνοι που αναδεικνύονται πρωταθλητές στα φάουλ και στις κίτρινες κάρτες, σε μια απίστευτη επίδειξη αμυντικογενούς παιχνιδιού, προτού αποχαιρετήσουν ατιμασμένοι διπλά το όνειρό τους για κατάκτηση του τροπαίου στο δικό τους Μουντιάλ. Γερμανοί που γοητεύουν με το δημιουργικό ποδόσφαιρό τους, με την υψηλού επιπέδου κυκλοφορία της μπάλας και την τεχνική τους. Ολλανδοί που πουλάνε την ψυχή τους στον Διάβολο εγκαταλείποντας το δικό τους ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο και το δόγμα της κατοχής της μπάλας προκειμένου να πετύχουν ό,τι δεν κατάφεραν όταν μάγευαν με το στυλ παιχνιδιού τους. Αγγλοι που αρνούνται να σηκώσουν την μπάλα από το χορτάρι εγκαταλείποντας την πιο ακριβή ποδοσφαιρική παράδοσή τους, τις σέντρες.
Τι συμβαίνει; Ο κόσμος του ποδοσφαίρου έχει τρελαθεί; Τα εθνικά στυλ παιχνιδιού έχουν χαθεί; Η παγκοσμιοποίηση έσβησε στο διάβα της τα διαφορετικά χρώματα που έβαζαν στον καμβά του διεθνούς ποδοσφαίρου οι εθνικές ομάδες;
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικών στυλ παιχνιδιού και εν τέλει η μείξη τους για να γεννηθούν καινούργια που ξεπερνούν τα εθνικά χαρακτηριστικά είναι μια διαδικασία που σημάδεψε το ποδόσφαιρο εδώ και πολλές δεκαετίες. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που επηρέασε πολλαπλώς και το ποδόσφαιρο. Σε οικονομικό και αγωνιστικό επίπεδο αλλά και στις… κερκίδες. Το ποδόσφαιρο σαν μια τεράστια εξαγωγική βιομηχανία απαιτεί παίκτες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να υπηρετούν πρώτα από όλα και πάνω από όλα τον σκοπό της νίκης, της διάκρισης, που φέρνει κέρδη στις ποδοσφαιρικές εταιρείες. Παίκτες που να μπορούν να αγωνιστούν από την αγγλική Πρέμιερ Λιγκ ως το πρωτάθλημα του Κατάρ. «Υπακοή, ταχύτητα, δύναμη και όχι πρωτοτυπίες, αυτό είναι το πρότυπο που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση» έγραφε το 2003 αναφερόμενος στο ποδόσφαιρο ο ποδοσφαιρόφιλος ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο παραθέτοντας στο ίδιο κείμενο τη διαπίστωση του Κορνήλιου Καστοριάδη «Δεν κερδίζουμε επειδή έχουμε αξία, έχουμε αξία επειδή κερδίζουμε» ως απόλυτα επίκαιρη για το ποδόσφαιρο της εποχής μας.