Το Παγκόσμιο Κύπελλο αποτελεί την πιο μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου. Μια εξόχως διαπολιτισμική / πολυπολιτισμική διοργάνωση, που συγκεντρώνει –κάθε φορά σε μία χώρα –εκατομμύρια ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, ηπείρους και φυλές. Σμίγοντας διαφορετικές γλώσσες, κουλτούρες, θρησκείες και εικόνες.
Η συνάθροιση ετερόκλητων γεωγραφικά πληθυσμών στους χώρους των γηπέδων ασφαλώς και συνιστά ένα ευκταίο γεγονός. Κάτι που δυνητικά συμβάλλει σε μια πολυδιάστατη θεώρηση και αντίληψη για τον κόσμο –απαλλαγμένη από εθνοκεντρικές ιδεολογικές ή άλλες «επενδύσεις»: δεν είναι μάλιστα λίγες οι περιπτώσεις όπου παρατηρούμε στα μουντιαλικά γήπεδα φιλάθλους διαφορετικών εθνικών ομάδων να κάθονται, έτσι ειρηνικά, ή να φωτογραφίζονται μαζί στις κερκίδες, αγκαλιασμένοι σε κάποιες περιπτώσεις (μεταδίδοντας υπέροχα μηνύματα ειρήνης, ισότητας, ή ανοχής στη διαφορετικότητα), κάτι που στο πεδίο της αναμέτρησης ποδοσφαιρικών συλλόγων είναι μια μάλλον ασυνήθιστη εικόνα.
Θα έλεγε κανείς τώρα πως, ακριβώς επειδή –περισσότερο από όλα –το Παγκόσμιο Κύπελλο συνιστά γιορτή, η συμπεριφορά των φιλάθλων στα γήπεδά του ενέχει –ανάμεσα σε άλλα –ένα «καρναβαλικό» στοιχείο, που μαρτυρείται και από τις ιδιαίτερες (μετ)αμφιέσεις τους: στερεότυπα δηλαδή ή εικόνες που συνοδεύουν ιστορικά στη συλλογική συνείδηση κάθε χώρα ή τους κατοίκους της χρησιμοποιούνται από τους φιλάθλους (ατομικά ή κατά μικρά υποσύνολα), αναπαράγοντας έτσι (ή παρωδώντας κάποτε) συλλογικές αναπαραστάσεις του κόσμου μας: βλέπουμε, π.χ., έλληνες φιλάθλους με αρχαίες ελληνικές ενδυμασίες, ή Δανούς ενδεδυμένους… Βίκινγκς κ.τ.λ. Βλέπουμε, επίσης, συχνά φιλάθλους να βάφονται στα χρώματα της σημαίας της χώρας τους.
Στο πεδίο τώρα της (πιο) καθολικής συμπεριφοράς, στα Παγκόσμια Κύπελλα παρατηρείται, όπως βέβαια γενικά στους χώρους των κερκίδων σε υψηλής δημοφιλίας ομαδικά σπορ, ομοιόμορφη παρουσία των θεατών, που βέβαια πηγάζει και από την ανάγκη για συλλογική ταύτιση, ή για ατομική ενδυνάμωση μέσα από την ένταξη σε ένα (ενιαίο) πλήθος: παρατηρούμε έτσι –μεταξύ άλλων –ενδυματολογικά την κοινή χρωματική εμφάνιση ενός πλήθους υποστηρικτών στα χρώματα της σημαίας της Εθνικής τους. Η χρωματική αυτή ομοιομορφία χρονολογείται –όσον αφορά τα Μουντιάλ –ειδικά από τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Αργεντινής, 1978, όπου το πλήθος των Αργεντινών είχε δημιουργήσει μια μοναδική ατμόσφαιρα, με γαλάζια και άσπρα φέιγ βολάν, τεράστιες κορδέλες και σημαίες να «πλημμυρίζουν» το στάδιο «Μονουμεντάλ» του Μπουένος Αϊρες. Εκτοτε, τα διαφορετικά πλήθη υποστηρικτών εθνικών ομάδων είναι εξόχως αναγνωρίσιμα μέσα ακριβώς από τέτοιες μαζικές παρουσίες: οι «οράνιε» της Ολλανδίας, που κατακλύζουν τα μουντιαλικά γήπεδα δημιουργώντας ένα… απέραντο πορτοκαλί, οι Βραζιλιάνοι με το έντονο κίτρινο, οι Χιλιανοί με το βαθύ κόκκινο, οι Δανοί «ρόλιγκανς» κ.τ.λ.
Φυσικά, υπάρχει και ο απαραίτητος λεκτικός συντονισμός του πλήθους, προς υποστήριξη της ομάδας του, με τους εθνικούς ύμνους να εκτελούνται πριν από τον αγώνα και να τονώνουν το εθνικό φρόνημα στα πλήθη, και με γνωστά διαχρονικά –και εορταστικά –συνθήματα/τραγούδια, ή με άλλα που έχουν επινοηθεί για την περίσταση, τα οποία –κατά σύμβαση –τραγουδιούνται από όλους, συχνά μάλιστα με συντονισμένες σωματικές κινήσεις. Ή ακόμη και «χορογραφίες» που επιβάλλεται να εκτελεστούν από τους φιλάθλους και των δύο ομάδων: π.χ. η περίφημη κίνηση «Ola» με διαφορετικά τμήματα του πλήθους να σηκώνονται στιγμιαία και εναλλάξ εν είδει κυματισμού (μια κίνηση που χρονολογείται από το Μουντιάλ του Μεξικού, του 1986).
Αν τώρα θεωρήσουμε, όπως π.χ. έχει κάνει ο ολλανδός ανθρωπολόγος Huizinga, ότι κάθε τελετουργία (ως «παίγνιο») κινείται ανάμεσα στο δίπολο του «εορταστικού» –άρα, του πιο χαλαρού –και του «ιερού» –άρα, μεταφορικά του «πολεμικού –στοιχείου, οι τελετουργίες των οπαδών στις κερκίδες γενικά σε αγώνες ποδοσφαίρου προφανώς και εμπίπτουν σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Ευτυχώς όμως –ειδικά όσον αφορά τα Μουντιάλ –οι συμπεριφορές των φιλάθλων περιορίζονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων στη σφαίρα του εορταστικού στοιχείου και δεν επεκτείνονται στον άλλον πόλο: σε αυτόν που δυνάμει πυροδοτεί βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδούς, εντός και εκτός γηπέδων (με ελάχιστες –και σποραδικές –εξαιρέσεις, περιοριζόμενες στις κόντρες Ολλανδών ή Άγγλων με Γερμανούς, ή Αργεντινών με Βραζιλιάνους).
Θα μπορούσε, μάλιστα, να ισχυριστεί κάποιος ότι η –υποσυνείδητη –επιθυμία της εθνικής (μας) υπεροχής απέναντι στους «Αλλους», στο ψυχολογικό πλαίσιο μάλιστα μιας «εθνικής αναπλήρωσης», απαραίτητης ενδόμυχα ειδικά σε περιόδους εθνικής (κοινωνικής, οικονομικής ή άλλης) κρίσης, ή σε περιπτώσεις μικρών/«ασθενών» (πληθυσμιακά ή με άλλους όρους) χωρών, η επιθυμία αυτή (που μεταφέρεται, με συμβολικούς όρους βέβαια, στο ποδόσφαιρο) στα Μουντιάλ εξαντλείται στο… χορτάρι. Εκεί δηλαδή όπου περιμένουμε να επικρατήσει η ομάδα μας απέναντι στον αντίπαλό της. Οχι στις κερκίδες, όπου και κυριαρχεί η γιορτή: η σύμμειξη των ετερόκλητων πληθυσμών. Η πολυφωνία χρωμάτων, ήχων, θεαμάτων. Ο,τι, εν τέλει, καθιστά (πέρα από τα ποδοσφαιρικά δρώμενα εντός γηπέδου) το Παγκόσμιο Κύπελλο ένα από τα πιο σημαντικά παγκόσμια πολυ-θεάματα. Μια γιορτή της οποίας οι πολύχρωμες εικόνες εντυπώνονται βαθιά στον νου και μας συνοδεύουν διά βίου.
Ο κ. Νάσος Κατσώχης είναι συγγραφέας των βιβλίων «Οπαδοί εν χορώ» και «Μύθοι Παράλληλοι: ζεύγη ιστοριών με πρωταγωνιστές των Μουντιάλ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ