Οσο και αν φαίνεται περίεργο, η ιδέα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας ανάλογης με την ομάδα του παγκοσμιοποιημένου ποδοσφαίρου έχει την κοιτίδα της στη χώρα μας. Αναφέρομαι στο Αίγιο, όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 «έλαμψε» το άστρο μιας ομάδας που θα αποτελούσε μεταφορικά τον προάγγελο της σημερινής πολυεθνικής ενδεκάδας: ο Παναιγιάλειος, ομάδα της πρώτης εθνικής κατηγορίας, ήταν η πρώτη παγκοσμίως ομάδα που οι ποδοσφαιριστές της δεν είχαν καμία σχέση με την περιοχή της έδρας της. Ηταν η περιβόητη «Λεγεώνα των ξένων», η αποτελούμενη από παίκτες που για κάποιον λόγο δεν είχαν θέση στις ομάδες του τόπου της καταγωγής ή της διαμονής τους.
Σε μιαν εποχή που το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ήταν ακόμη ερασιτεχνικό, οι παίκτες αυτοί ήταν οι πρώτοι αμειβόμενοι τόσο που, με τους όρους εκείνης της εποχής, να μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε σήμερα επαγγελματίες (οι φίλαθλοι τους αποκαλούσαν μισθοφόρους). Και καθώς στις ευρωπαϊκές χώρες το επαγγελματικό ποδόσφαιρο δεν είχε ακόμη «ενηλικιωθεί» πλήρως (μόνο ένας ή δύο ξένοι παίκτες κοσμούσαν τη σύνθεση ορισμένων μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων), ο Παναιγιάλειος, με την πανελληνοποίηση που επιτελούσε, προοικονομούσε συμβολικά –στην αναλογία του ελληνικού μικρόκοσμου –το μεταμοντέρνο όραμα της παγκοσμιοποιημένης (πολυεθνικής) ομάδας. Οραμα, βέβαια, για πολλούς νεότερους, γιατί για τους παλαιότερους η ιδανική εποχή του ποδοσφαίρου (η εποχή της τοπικής ομάδας) έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Οι δύο εποχές στις οποίες χωρίζεται η ιστορία του ποδοσφαίρου δεν είναι σε κάθε χώρα οι ίδιες. Η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη, δηλαδή η μετατροπή –κυρίως τηλεοπτική –του ποδοσφαιρικού αγώνα από άθλημα σε θέαμα (από τον ευγενή ερασιτεχνισμό στον ιδιοτελή επαγγελματισμό) ήταν σταδιακή και αποτέλεσμα της οικονομικής πορείας της κάθε χώρας στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η απάντηση στο ερώτημα ποια από τις δύο εποχές μπορεί να θεωρηθεί ευτυχέστερη δεν μπορεί να είναι απλοϊκή. Διότι εξαρτάται από το νόημα που δίνουμε στις λέξεις ποδόσφαιρο και ευτυχία. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο δύο ομάδες που αγωνίζονται στο γήπεδο, και ευτυχία δεν είναι μόνο η οικονομική επιτυχία. Αν οι ποδοσφαιριστές της εποχής του καπιταλιστικοποιημένου ποδοσφαίρου νιώθουν ευδαίμονες για τις εξωφρενικές (σε βαθμό ύβρεως) απολαβές τους σε μιαν εποχή οικονομικής εξαθλίωσης των πολλών, οι φίλαθλοι που έχουν ζήσει και την εποχή του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου νιώθουν μιαν έλλειψη ψυχικής φύσεως, που είναι το αποτέλεσμα της διάρρηξης του φυσικού δεσμού της ποδοσφαιρικής ομάδας με τον τοπικό κοινωνικό ιστό. Η φράση «αγωνίζομαι για τη φανέλα της ομάδας», που σήμερα έχει χάσει το νόημά της, ήταν το έμβλημα της πρώτης εποχής.
Η πρώτη εποχή ήταν χωρίς ουσιώδεις αντιφάσεις: Οι κοινότητες ήταν ιθαγενείς και ομοιογενείς· οι ποδοσφαιρικές ομάδες ήταν σύλλογοι που αγωνίζονταν για το αθλητικό όνομα της περιοχής· οι περισσότεροι παίκτες διήγαν τον ποδοσφαιρικό τους βίο στην ίδια ομάδα (με όλα όσα σήμαινε ένας τέτοιος δεσμός). Στο σημερινό ποδόσφαιρο βλέπουμε τις μείζονες αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης: την έννοια του συλλόγου έχει αντικαταστήσει εκείνη της ανώνυμης εταιρείας· ο ιδιοκτήτης ή ο κύριος μέτοχος της «Αναγέννησης» Καρδίτσας μπορεί αύριο να κατοικοεδρεύει στο Ντουμπάι ή στο Χονγκ Κονγκ· ο αριθμός των ξένων παικτών μιας ομάδας μπορεί να είναι, αναλογικά, πολλαπλάσιος εκείνου των αλλοδαπών μιας πόλης ή μας χώρας (σε κάποιο ματς του Ολυμπιακού, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, δεν υπήρχε ούτε ένας έλληνας παίκτης στην ομάδα).
Η βαθύτερη αντίφαση στο σημερινό ποδόσφαιρο είναι αυτή που αντανακλά, και μάλιστα εντεταμένη, τη μείζονα αντίφαση της εποχής μας: Ποτέ στην ιστορία των εθνικών κρατών δεν αμφισβητήθηκε τόσο όσο σήμερα η αξία της εθνικής επικράτειας· και, συγχρόνως, ποτέ δεν εμφανίστηκε τόσο ισχυρή η επιθυμία ανεξαρτησίας εθνικών ολοτήτων (Καταλανοί, Βάσκοι, Σκωτσέζοι, Κούρδοι, Τσετσένοι και λοιποί). Αντίστοιχα: Ποτέ στην ιστορία του ποδοσφαίρου δεν υπήρξε πολυεθνικότερη σύνθεση των ομάδων μιας χώρας όσο σήμερα· και, ταυτόχρονα, ποτέ το πάθος των εκατέρωθεν οπαδών κατά τις συναντήσεις μεταξύ εθνικών ομάδων δεν υπήρξε μεγαλύτερο (το βλέπουμε στο σημερινό Μουντιάλ).
Η σημερινή αύξηση αυτού του πάθους οδήγησε τους φανατικούς της πολιτικής ορθότητας στον μύθο ότι το ποδόσφαιρο ενισχύει εξ ορισμού τον εθνικισμό: μεταμοντέρνο ιδεολόγημα που διατυπώνεται από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο και που η γνώση τους της έννοιας του εθνικισμού είναι προβληματική. Ο Πειραιώτης που δεν έχει αλλοτριωθεί πλήρως από την ιδέα ότι είναι ρατσιστικό να δυσφορεί όταν βλέπει στην ομάδα της πόλης του να μην παίζει ούτε ένας Ελληνας, ή ο φίλαθλος της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή της Μίλαν που αισθάνεται ότι το όνομα της ομάδας του ελάχιστη σχέση έχει με το σημαινόμενό του, είναι εύλογο να αισθάνεται οικειότερα με την εθνική του ομάδα. Αυτό δεν είναι εθνικισμός. Δεν είναι καν πατριωτισμός. Είναι το αίσθημα του ανήκειν φυσικώς κάπου.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και παλαιός ποδοσφαιριστής του Εθνικού Πειραιώς.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ