Ο Μάνος είχε με όλους τους συνεργάτες του το ταλέντο να εκμαιεύει το καλύτερο που είχαν και ήταν που και ο ίδιος επιθυμούσε. Το έκανε μαζί μου, το έκανε με τους τραγουδιστές, τους μουσικούς, με όλους.
Παρακολουθούσα ηχογραφήσεις και τον έβλεπα να εκμαιεύει από τον καθένα και στο τέλος να είναι όλοι ευχαριστημένοι –κι εμείς κι εκείνος. Το πετύχαινε δε χωρίς να επεμβαίνει καθόλου, μόνο με την κουβέντα, με λίγα λόγια…
Για τα εξώφυλλα των δίσκων πρώτα με έβαζε να ακούσω κάποια τραγούδια… Αν ήθελα, μπορούσα να πάω στις ηχογραφήσεις. Πήγαινα, θυμάμαι, τότε στην Κολούμπια, στα Μελίσσια, και τον έβλεπα να διδάσκει τους τραγουδιστές. Ηταν ικανός να ξενυχτήσει δύο-τρεις μέρες για να πετύχει και να βγει το τραγούδι έτσι όπως το ήθελε.
Επιπλέον τους πλήρωνε όλους επί τρία. Ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για την αμοιβή του. Ηθελε να πάρουν καλή αμοιβή οι συνεργάτες, η ορχήστρα. Ηταν ένας αστός με αριστοκρατικές συνήθειες. Κι αυτό το έβλεπες παντού. Στις συναλλαγές αλλά και στις φιλίες του. Ηταν γαλαντόμος.
Αν και έχω γνωρίσει πολλούς σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μου, πολλούς ξεχωριστούς καλλιτέχνες, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος ήταν οι πιο σημαντικοί: σαν από άλλον πλανήτη. Οι δύο τους είχαν καθημερινή σχέση, βλέπονταν, μιλούσαν στο τηλέφωνο. Ηταν πολύ καλοί φίλοι μεταξύ τους –κι όλοι εμείς γύρω γνωστοί… Οι δυο τους έφτιαχναν το ιερατείο…
Οταν γύρισε ο Μάνος από την Αμερική, με κάλεσε να κάνω τον «Οδοιπόρο». Ηταν ο πρώτος δίσκος που θα έκανε μετά την επιστροφή του. Με το «Μεθυσμένο κορίτσι» και τα άλλα τραγούδια.
Τον ήξερα από τότε που ήμουν σπουδαστής. Τον είχα γνωρίσει τυχαία. Στο σχολείο ήμουν μαζί με έναν στενό του φίλο, τον Δημήτρη τον Βερνίκο, που είναι σήμερα σκηνοθέτης. Μια μέρα, μετά το σχολείο, ήμουν στη στάση του λεωφορείου κι έβρεχε πολύ. Με πήρε τότε με το αυτοκίνητο ο Βερνίκος και πήγαμε να φάμε. Πού; Στον Μαγεμένο Αυλό. Και βλέπω τον Χατζιδάκι. Για μένα ήταν ιερό πρόσωπο.
Στην αρχή τού μίλησα διστακτικά. Ημουν όμως δραστήριος νέος: εκτός από το σχολείο, ζωγράφιζα και δούλευα για να τα βγάλω πέρα. Κι έτσι με γνώρισε. Ξαναπήγα στον Μαγεμένο Αυλό. Συνάντησα τον Γκάτσο… Στο τέλος πήρα «διαβατήριο» για να πηγαίνω στον Φλόκα χωρίς καν να τηλεφωνώ ή να ειδοποιώ από πριν. Ηταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πριν από τη χούντα. Μετά φύγανε για την Αμερική…
Θυμάμαι ότι από τότε θεωρούσε τον λαϊκισμό στην τέχνη τον μεγαλύτερο εχθρό της.
Οταν γύρισε από την Αμερική –εγώ στο μεταξύ είχα ήδη κάνει την πρώτη μου έκθεση -, μου ζήτησε να ζωγραφίσω κάτι για τον «Οδοιπόρο»…
«Αν μας αρέσει, θα το βάλουμε» μου είπε.
Μιλήσαμε λίγο, με έβαλε στον μύθο του. Κι εγώ του παρέδωσα ένα έργο με μια μορφή που κυριαρχούσε στο φόντο. Μια μορφή με τάση φυγής. Του άρεσε, το έβαλε… Ακολούθησαν καμιά εικοσαριά εξώφυλλα και αφίσες για συναυλίες, υλικό για τον Μουσικό Αύγουστο… Πάντα με την ίδια μέθοδο.
Αργότερα στην «Αθανασία» είχαμε κάνει σχέδια για κάθε τραγούδι –αλλά όλο αυτό καταστράφηκε όταν βγήκε σε CD.
Για τη «Μελισσάνθη» ήθελε ζωγραφιές και μέσα και έξω. Ηταν μεγάλο έργο και διπλός δίσκος. Κατέβηκα λοιπόν στου Φλόκα να του τα δείξω. Τα είδε το ιερατείο –και οι δύο δηλαδή –και το ενέκρινε. Τα παίρνω λοιπόν κι εγώ, τα βάζω στην τσάντα μου και ανεβαίνω στη μοτοσικλέτα μου για να φύγω… Στον δρόμο όμως έπεσαν από την τσάντα και τα έχασα. Χάθηκαν οι ζωγραφιές μου και αναγκάστηκα να τις ξαναζωγραφίσω….
Με τον Μάνο γνώρισα το μεγαλείο του ανθρώπου –ήταν κορυφαίος, προικισμένος, θαρραλέος.
Δεν έκανα ποτέ το πορτρέτο του –έχω κάνει του Γκάτσου. Ερχόταν στο ατελιέ, φιλοσοφούσαμε και μετά πηγαίναμε στις ταβέρνες, εκεί πίσω από τον Μαγεμένο Αυλό για φαγητό…
Το πιο ακραίο που πέτυχα ήταν να τον ανεβάσω μια φορά πάνω στη μοτοσικλέτα μου και να τον φωτογραφίσω σαν οδηγό.
Είχε όμως και άλλες πλευρές, όπως ότι συντηρούσε πολλές φτωχές γυναίκες που έμεναν στον δρόμο. Τους νοίκιαζε δωμάτια, τους έστελνε χρήματα με τον γιο του, σαν μισθό, κάθε μήνα… Παλιότερα πήγαινε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά ή στην Καισαριανή και έδινε φακελάκια με λεφτά, χωρίς να λέει ποιος είναι.
Μια φορά τον πήγα εγώ στην Καισαριανή. Χτύπησα μια πόρτα, άνοιξε μια γριούλα, της έδωσα έναν φάκελο και της είπα να τον ανοίξει.
–Ποιος τα στέλνει; με ρώτησε.
–Ο κύριος Μάνος, της είπα, χωρίς άλλες εξηγήσεις.
Κι εκείνη που δεν άκουσε καλά το όνομα μου λέει, φεύγοντας:
–Να πεις ευχαριστώ στον κύριο Θάνο…
Τελικά είναι πολύ δύσκολο να διατυπώσεις σκέψεις και λόγια για μια προσωπικότητα… Πάλι και πάντα θα λες «δεν τα είπα όλα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ