Οι ευρωπαϊκές πόλεις διαμορφώθηκαν εδώ και χίλια χρόνια με βάση αφενός την εξωστρέφεια και την αντιπροσωπευτικότητα του ιδιωτικού (μέγαρα), αφετέρου τη δυναμική του δημόσιου και του συλλογικού. Η ποικιλία τύπων δημόσιου κτιρίου είναι μοναδική στις ευρωπαϊκές πόλεις, πράγμα που δεν ισχύει για άλλους πολιτισμούς στη διάρκεια των δέκα τελευταίων αιώνων. Τα κτίρια αυτά ωστόσο δεν είναι ωραία ή ενδιαφέροντα από μόνα τους (π.χ., κτίρια όπερας), αλλά επειδή ανήκουν σε «θεματικά σύνολα» όπως είναι οι δρόμοι, με την ακολουθία χωρικών επεισοδίων που χαρακτηρίζονται από έντονη «επιθυμία μορφής» κοινά αποδεκτή. Οι δρόμοι επίσης ως επαλληλία «θεματικών ενοτήτων» είναι έτσι διαμορφωμένοι (συνδεδεμένοι καθώς είναι με πλατείες ή άλλα περίοπτα μνημεία) ώστε να οδηγούν σε μια συμβολική αντίληψη της πόλης (π.χ., του μπαρόκ ή του νεοκλασικισμού) στην οποία οι πολίτες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους.
Λέμε συχνά ότι η Αθήνα είναι μια πόλη ευρωπαϊκή και ταυτόχρονα πολύ διαφορετική από τις άλλες. Είναι μια πόλη που υλοποιείται σε «αμερικανικές» συνθήκες συγχρονίας αλλά όχι με αντίστοιχη οργάνωση, ορθολογισμό και λειτουργικότητα. Η κατασκευή της Αθήνας τους σχεδόν δύο τελευταίους αιώνες βασίζεται στην ιδιωτική ανάγκη (για διαβίωση) και τη συλλογική απόκλιση (από τη νομιμότητα). Η Αθήνα του 19ου αιώνα είναι ένας υπέροχος τόπος που εν τούτοις αποψιλώνεται από τα νεότερα στοιχεία μνήμης για να αναδειχθεί η κλασική καταγωγή της, ενώ το «φυσικό» για μας σημερινό περιβάλλον της είναι αποτέλεσμα μιας τεράστιας και επίσημα αναγνωρισμένης αυθαιρεσίας (της νομιμοποίησης οικισμών) που έλαβε χώρα σε όλον τον 20ό αιώνα. Ενα «διάσπαρτο» περιβάλλον με συσσώρευση ιδιωτικών κατοικιών και στοιχειώδεις κοινωνικές υποδομές που όμως δεν συνιστούν «πόλη» (εκτός αν τα νέα σημεία αναφοράς της συλλογικότητας είναι τα εμπορικά συγκροτήματα ή τα κέντρα διασκέδασης).
Στο πλαίσιο αυτό η αναζήτηση νοηματοδότησης του αστικού χώρου και «συμβολικών αξιών» για μια αιτιολογημένη εκκίνηση διορθωτικών παρεμβάσεων είναι μάλλον αφελής σε αυτόν τον πρωτοφανή για την ευρωπαϊκή πραγματικότητα «λευκό θόρυβο» του δικού μας λεκανοπεδίου. Είναι σαν να μην ξέρει κανείς από πού ν’ αρχίσει για να αποδώσει σήμερα «νόημα» στην ελληνική πρωτεύουσα. Οταν οι ευρωπαϊκές πόλεις, ξεκινώντας από το Παρίσι, ανασχεδιάζονταν στα μέσα του 19ου αιώνα για να αποκτήσουν την εικόνα που σήμερα γνωρίζουμε, η Αθήνα οικοδομούσε τη δική της εικόνα, χάνοντας ωστόσο μια ευκαιρία μοναδική. Θα έλεγε κανείς ότι η Αθήνα βρίσκεται σήμερα με καθυστέρηση τουλάχιστον ενός και μισού αιώνα σχεδιασμού ως προς την Ευρώπη. Από την άλλη, αν για μερικούς η Αθήνα είναι η υπερήφανη υλοποίηση της «μοντέρνας πόλης», είναι και το απόλυτο παράδειγμα της κρίσης της μοντέρνας πόλης που χαρακτηρίζει κάθε συζήτηση για την αρχιτεκτονική από τη δεκαετία του 1950 ως σήμερα. Αλλο πράγμα τα λειτουργικά και «μηχανικά» χαρακτηριστικά της πόλης (που έχουν άλλωστε πεπερασμένη διάρκεια), άλλο πράγμα η μορφή της πόλης που διαρκεί αιώνες και έχει να κάνει με την ψυχή της. Εξάλλου η μοντέρνα πολεοδομία παρήγαγε τις περιφέρειες των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων οι οποίες μορφολογικά μοιάζουν τόσο με την Αθήνα ώστε θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δική μας πρωτεύουσα είναι μια απέραντη αστική περιφέρεια.
Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα εμφανίζεται απρόοπτα «ελκυστική» εξαιτίας της αίσθησης οικειότητας του χώρου, της ανθρώπινης κλίμακας και του μικρού ύψους των οικοδομών, σε συνδυασμό με το υπέροχο φως, τον μπλε ουρανό και το εξαιρετικό κλίμα που την κάνει ιδιαίτερα βιώσιμη. Πώς μπορεί η λογική να εκμεταλλευθεί αυτές τις αρετές;
Εδώ και δεκαετίες υπάρχει μεγάλη συναίνεση γύρω από τη διαπίστωση ότι ο συνολικός πολεοδομικός προγραμματισμός πάνω στο χαρτί είναι ουτοπικός και αδιέξοδος, ενώ πιο εύστοχες είναι οι στοχευμένες και ρεαλιστικές παρεμβάσεις πάνω στο σώμα της πραγματικής πόλης (J. Jacobs, 1961). Η Βαρκελώνη, παράδειγμα οικουμενικά αποδεκτό, δεν εφάρμοσε ένα γενικό πολεοδομικό σχέδιο γιατί επέλεξε τη μέθοδο των συγκεκριμένων επεμβάσεων, των «ενέσεων» και του «αστικού βελονισμού» για την ανανέωση της πόλης κατά περιοχές. Φυσικά οι παρεμβάσεις αυτές μπορούσαν να υπολογίζουν σε μια ήδη συνεκτική και αναγνωρίσιμη μορφή της πόλης, το σχέδιο Θερδά του 1859. Ωστόσο όλο αυτό το σύγχρονο εγχείρημα γεννήθηκε από μια πολιτική τάξη που ήδη στη διάρκεια του καθεστώτος του Φράνκο επεξεργαζόταν την ιδέα μιας κοσμοπολίτικης Βαρκελώνης-ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και τη διεκδίκηση ταυτότητας μέσω της αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής ανανέωσης. Το μοντέλο αυτό είναι εφαρμόσιμο στα καθ’ ημάς;
Θα έλεγε κανείς ότι η λύση οδηγεί στον Βολταίρο που στα μέσα του 18ου αιώνα επικαλούνταν νέες πολεοδομικές παρεμβάσεις οι οποίες θα εξυγίαιναν τις πιο αβίωτες περιοχές του Παρισιού και θα ήταν χαραγμένες στο μάρμαρο και αναρτημένες στην είσοδο του δημαρχείου της πόλης έτσι ώστε να θυμίζουν την ανάγκη της σταθερότητας και της μακράς διάρκειας του εγχειρήματος στον χρόνο.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ