Τον Οκτώβριο του 1941, λίγες μέρες πριν από την πρώτη επέτειο της έναρξης του ελληνο-ιταλικού πολέμου, ομάδες νέων, κυρίως στο πανεπιστήμιο, προετοίμαζαν τον εορτασμό με συζητήσεις, προκηρύξεις και συνθήματα. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1941 σε διάφορες κεντρικές πλατείες της κατεχόμενης Αθήνας μαζεύτηκαν εκατοντάδες κόσμου έπειτα από κάλεσμα που απηύθυναν οι αντιστασιακές οργανώσεις. Εγιναν σύντομες ομιλίες που υπενθύμιζαν στον κόσμο τον αγώνα που είχαν δώσει οι Ελληνες κατά των Ιταλών και τον καλούσαν να κατευθυνθεί προς το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Κάπως ανοργάνωτα ομάδες πολιτών άρχισαν να πορεύονται προς την πλατεία Συντάγματος. Οι αρχές κατοχής αιφνιδιάστηκαν από τη λαϊκή κινητοποίηση, προσπάθησαν να εμποδίσουν το πλήθος, έγιναν συγκρούσεις και συλλήψεις, αλλά τελικά εκατοντάδες νέων κατάφεραν να καταθέσουν στεφάνι στο μνημείο αφού προηγουμένως πέταξαν το στεφάνι που είχε καταθέσει ο δωσίλογος πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου.
Ο κόσμος μετέτρεψε την πρώτη επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στην πρώτη οργανωμένη εκδήλωση αντίστασης ενάντια στην Κατοχή. Η Ελλάδα είχε ήδη διαμελιστεί, τα νέα για τα πρώτα αιματηρά αντίποινα στην Κρήτη, στη Δράμα και αλλού είχαν κυκλοφορήσει, οι πρώτες ελλείψεις τροφίμων στην πρωτεύουσα είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Η ανάμνηση του ηρωικού αγώνα και του πατριωτισμού στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσουν τη ζοφερή πραγματικότητα της Κατοχής. Ο εορτασμός αποτελούσε τη διεκδίκηση στη δημόσια σφαίρα του ηρωικού παρελθόντος από τη δωσίλογη κυβέρνηση και ταυτόχρονα ήταν μια ανατροπή της πραγματικότητας σε συμβολικό επίπεδο: οι ηττημένοι διεκδικούσαν τη νίκη από τους νικητές (τους Ιταλούς). Στις 28 Οκτωβρίου 1942 οι δυνάμεις κατοχής ήταν προετοιμασμένες για την αντιμετώπιση διαδηλώσεων και το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη αποκλείστηκε. Μετά τις δέκα το πρωί χιλιάδες Αθηναίοι, πολύ περισσότεροι από ό,τι την προηγούμενη χρονιά, κατέβηκαν στο κέντρο της πόλης, παρά τις απαγορεύσεις, και αμφισβήτησαν την κατοχική εξουσία. Μέσα από συγκρούσεις, πυροβολισμούς, συλλήψεις, τραυματισμούς η κατεχόμενη πόλη με τον εορτασμό της επετείου είχε, έστω και για λίγες ώρες, μετατραπεί σε χώρο ελευθερίας και αντίστασης. Με αυτόν τον τρόπο η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως ημέρα μνήμης, προτού η εξόριστη κυβέρνηση επιστρέψει στην Αθήνα και την καθιερώσει ως εθνική εορτή.
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα. Η απελευθέρωση της πρωτεύουσας ήταν μια μέρα γιορτής και ευφορίας για τους Αθηναίους. Ενώ ακόμα στα περίχωρα γίνονταν συγκρούσεις και ακούγονταν εκρήξεις, οι κεντρικοί δρόμοι πλημμύρισαν από χιλιάδες κόσμου που πανηγύριζαν, κρατούσαν σημαίες, τραγουδούσαν, ενώ άλλοι συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη για να τιμήσουν όσους είχαν σκοτωθεί στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Ωστόσο η ημέρα της απελευθέρωσης ποτέ δεν καθιερώθηκε ως ημέρα μνήμης ούτε διοργανώθηκαν εορτασμοί. Η μοναδική προσπάθεια να καθιερωθεί η 12η Οκτωβρίου ως επέτειος έγινε το 1964, όταν η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου για πρώτη φορά διοργάνωσε επίσημο εορτασμό σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί ο ρόλος που ο ίδιος είχε διαδραματίσει είκοσι χρόνια νωρίτερα ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης. Ούτε, βέβαια, καθιερώθηκε κάποιος εορτασμός για την 8η Μαΐου, ημέρα συνθηκολόγησης της Γερμανίας και λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γιατί εορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του; Τι επιλέγουμε, ως κοινωνία, να θυμόμαστε και τι θέλουμε να ξεχάσουμε; Ο λόγος που δεν εορτάζουμε την απελευθέρωση είναι ότι λίγες εβδομάδες αργότερα η πρωτεύουσα μετατράπηκε σε πεδίο πολύνεκρων εμφύλιων συγκρούσεων. Η βία των Δεκεμβριανών επισκίασε τη χαρά της Απελευθέρωσης, όπως και γενικότερα ο Εμφύλιος καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι της εποχής σκέφτονταν και θυμόνταν την Αντίσταση. Ακόμα και σε επίπεδο πολιτείας, ο Εμφύλιος αποτέλεσε το πρίσμα μέσα από το οποίο οργανώθηκαν οι εορτασμοί και η επίσημη μνήμη της δεκαετίας του 1940. Από το περίφημο «Οχι» του Μεταξά, που δέσποζε στις σχολικές εορτές για δεκαετίες, μέχρι την καθιέρωση του εορτασμού της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου, το τραύμα των εμφύλιων συγκρούσεων της δεκαετίας του 1940 αποτέλεσε τη «μαύρη τρύπα» στην ιστορική συνείδηση και στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Οχι πια. Το τραυματικό παρελθόν με το πέρασμα του χρόνου, τη δημόσια συζήτηση και την έρευνα έχει μετατραπεί σε Ιστορία. Είναι καιρός πλέον, εκτός από την 28η Οκτωβρίου, να εορτάζουμε και την απελευθέρωση της χώρας. Δεν χρειάζονται παρελάσεις αλλά λιτές τελετές μνήμης, για να θυμηθεί ξανά η ελληνική κοινωνία τα δεινά που προκάλεσαν οι κατοχικές δυνάμεις και τον αγώνα χιλιάδων ανθρώπων ενάντια στον φασισμό και στον ναζισμό. Στις μέρες μας αυτή η μνήμη είναι αναγκαία και επίκαιρη όσο ποτέ.
Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ