Έκλεισε το Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Είδηση – σοκ. Σε οποιαδήποτε προηγμένη χώρα της Ευρώπης σήμερα έξω από το βιβλιοπωλείο οι βιβλιόφιλοι θα πραγματοποιούσαν συγκέντρωση, θα άναβαν κεράκια στη μνήμη ενός πολιτιστικού θεμέλιου του νεότερου κράτους μας, θα υπήρχαν «αγανακτισμένοι» διανοούμενοι που με ψήφισμά τους θα ζητούσαν να γίνει κάτι για να σωθεί το βιβλιοπωλείο.
Από αυτόν τον χώρο πέρασε η λογοτεχνική γενιά του ΄30 που καθόρισε το νεοελληνικό πολιτιστικό στίγμα και κατόπιν η γενιά των ταραγμένων χρόνων του ΄60. Μετά έδωσε εκεί το ραντεβού της η ανανεωτική γενιά του ΄80 και όλοι οι άλλοι που θεωρούσαν ότι η Εστία δεν ήταν βιβλιοπωλείο αλλά «ναός», «σπουδαστήριο», «πανεπιστήμιο», χώρος διαλόγου και ανανέωσης των ιδεών.
Φυσικά η είδηση ότι έκλεισε το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, πλην κάποιων ρομαντικών – και είναι έκπληξη ότι τα social media θυμήθηκαν κάτι από τον πρωταρχικό ρομαντικό εαυτό τους κι έγραψαν κάτι – ουδείς επίσημος ή ανεπίσημος, πολιτιστικό σωματείο ή κάτι άλλο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής έδειξε να συγκινείται.
Και γιατί άλλωστε να συγκινηθεί κάποιος; Σε μια χώρα με κοντή μνήμη κάτι τέτοιες νοσταλγίες θεωρούνται απομεινάρια μιας άλλης εποχής – ενώ αν κλείσει η Proton Bank έχουν να κλάψουν πολλοί περισσότεροι.
Έγραφα χωρίς καν να υποπτεύομαι το οδυνηρό τέλος πέρυσι: «Σε κάποιες χώρες η ιστορία του πολιτισμού τους έχει τα θεμέλιά της σε θεσμούς που αποτέλεσαν εστίες νεωτερικών απόψεων και εφαλτήριο για την πρόοδό τους. Στη χώρα μας οι θεσμοί αυτοί στη νεότερη ιστορία είναι πολύ λίγοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Εστία. Μια οικογενειακή επιχείρηση που σήμερα διευθύνεται από την πέμπτη γενιά της, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δώδεκα μακροβιότερες ελληνικές επιχειρήσεις, εκδίδει το μακροβιότερο ελληνικό περιοδικό και στον κατάλογό της περιλαμβάνονται 1.500 συγγραφείς και 4.000 νέοι τίτλοι, πολλοί εκ των οποίων διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του ελληνικού πνευματικού πολιτισμού».
Θυμίζω ότι το Βιβλιοπωλείον της Εστίας δημιουργήθηκε από τον Γ. Κασδόνη το 1885 και στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 32. Τη συνέχεια του εκδοτικού οίκου ανέλαβε ο ανιψιός του Ιωάννης Δ. Κολλάρος, ο οποίος θα συνδέσει το όνομά του με τα καλά εκπαιδευτικά βιβλία, το Πανελλήνιον Βιβλιογραφικόν Δελτίον, τις μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων συγγραφέων κτλ. Το 1925 εισέρχεται στον εκδοτικό οίκο ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, ανιψιός του Ι. Δ. Κολλάρου, που θα αναλάβει την επιχείρηση μόνος του μετά τον θάνατο του θείου του, το 1956.
Ο Κ. Σαραντόπουλος θα συνδέσει το όνομά του με τη δημιουργία της περίφημης Σειράς Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στην οποία θα στεγαστεί το σύνολο της γενιάς του ΄30. Το 1972 ο εκδοτικός οίκος περνάει στα χέρια της κόρης του Κ. Σαραντόπουλου, Μαρίνας (Μάνιας) Καραϊτίδη, η οποία θα ανανεώσει την εκδοτική παραγωγή με νέες σειρές και ονόματα. Η συνέχεια ανήκε στα παιδιά της κυρίας Μάνιας, την Εύα Καραϊτίδη στο εκδοτικό (που ευτυχώς συνεχίζει με συνεχώς καλύτερους τίτλους) και τον Γιάννη Καραϊτίδη που ανέλαβε το βιβλιοπωλείο σε αυτή τη δύσκολη εποχή.
Είναι ορισμένοι που λοιδορούν τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου. Αγνοούν ότι είναι ο πνευματικός πνεύμονας – μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά- της πρωτεύουσας. Εκεί πουλιούνται τα βιβλία, μαζεύεται το χρήμα για να διοχετευτεί στους εκδότες, τους τυπογράφους και τους συγγραφείς. Αν αφήσουμε να κλείσουν, κάποτε θα κτυπάμε το κεφάλι μας.
Όμως το Βιβλιοπωλείο της Εστίας ήταν ένα συμβολικό κεφάλαιο στην πνευματική ζωή της χώρας. Θα μας λείψει η Μαρία και οι άλλοι εργαζόμενοι τόσα χρόνια στο βιβλιοπωλείο, που ήξεραν τα πάντα για το βιβλίο. Θα μας λείψει το υπόγειο, που έβρισκες όποιο βιβλίο δεν έβρισκες αλλού. Θα μας λείψει η κυρία Μάνια, ο άνθρωπος – φτερούγα όλων των σκεπτόμενων επισκεπτών του βιβλιοπωλείου.