Οι δραματικές εξελίξεις στην κυπριακή οικονομία θα μείνουν στην Ιστορία ως μια πρωτοφανής έκρηξη ερασιτεχνισμού, υποκρισίας και ελαφρότητας για τους εξής λόγους:
Τόσο η Κύπρος με την εβδομαδιαία διακοπή των τραπεζών όσο και η ευρωζώνη με την αβεβαιότητα για τη μεταχείριση των καταθέσεων σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα υποστούν τέτοια οικονομική ζημιά στο προσεχές μέλλον που θα υπερβαίνει κατά πολύ το επίμαχο ποσό των 7 δισ. ευρώ που τους χώρισε στις διαπραγματεύσεις. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι το Eurogroup και η Κύπρος βλέπουν ο ένας τον άλλο ως «αντιπάλους», χρειάζεται παντελής έλλειψη ψυχραιμίας για να βρεθούν και οι δύο χαμένοι. Την επόμενη εβδομάδα και οι δύο θα αναλογίζονται με πόσο λιγότερο κόστος θα είχαν πετύχει καλύτερα αποτελέσματα.
Η υποκρισία θερίζει και στις δύο πλευρές. Στη μεν ευρωζώνη γιατί λησμονήθηκε η αρχή της «αναλογικότητας» που επί δεκαετίες καθοδηγούσε τις ευρωπαϊκές αποφάσεις και σύμφωνα με την οποία τα μέσα για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος πρέπει να ταιριάζουν με το μέγεθός του. Η Κύπρος σήμερα αντιπροσωπεύει το 0,20% της οικονομίας της ευρωζώνης και για να τη φρονηματίσουν ρίσκαραν την αξιοπιστία ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, και μάλιστα σε περίοδο κρίσης, ενώ υποτίθεται ότι έχουν ξεκινήσει οι προσπάθειες για την οικοδόμηση της τραπεζικής ένωσης, ακριβώς για να ξεχωρίζει τους τοπικούς από τους συστημικούς κινδύνους. Το πρόβλημα των κυπριακών τραπεζών είναι «σπουργίτι» μπροστά στα ευρωπαϊκά μεγαθήρια και για να το σημαδέψεις χρειάζεται σφεντόνα και όχι οπλοπολυβόλο.
Αναλόγως τώρα και η Κύπρος καμώθηκε επί δύο δεκαετίες ότι μπορεί να ζει ανενόχλητη με τη ρωσική χρηματοπιστωτική «αρκούδα», χωρίς να διδαχθεί τίποτα από την κατάρρευση της Ισλανδίας και να προετοιμάσει μόνη της έναν εξορθολογισμό των τραπεζών της χωρίς να περιμένει τις νουθεσίες και τις πιέσεις της Γερμανίας.

Περιφρόνηση προς ένα κράτος
Η ελαφρότητα είναι επίσης παροιμιώδης. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς να χειρίζεται τις τύχες μιας οικονομίας και να απειλεί μια πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση –έστω και ενός μικρού κράτους –μια τριάδα νεαρών υπαλλήλων που ενθουσιάζονται να είναι «σκληροί» γιατί έτσι θα βελτιώσουν το βιογραφικό τους για την επόμενη προαγωγή. Αυτό είναι βέβαια αποτέλεσμα της περιφρόνησης που έδειξε το ίδιο το Eurogroup προς ένα κράτος με την απόφασή του ενδίδοντας πλήρως στις πιέσεις Ολλανδών, Φινλανδών και Γερμανών, με τη Γαλλία να μένει άβουλη και τους πιο έμπειρους να σιωπούν.
Αλλά και η Κύπρος δεν υστέρησε σε επιπολαιότητα. Αντί να έχει δημιουργήσει εξαρχής ένα φράγμα προστασίας για τους μικρούς καταθέτες και να εστιάσει στη φορολόγηση των ύποπτων μεγαλοκαταθέσεων, έχασε πολύτιμο χρόνο για το πώς θα τις δελεάσει, νομίζοντας ότι έτσι θα συγκρατήσει την επικείμενη φυγή τους. Δημιούργησε έτσι ένα καθολικό μέτωπο εναντίον της και, όταν ανακάλυψε ότι η Ρωσία δεν είναι πρόθυμος ελεήμων αλλά έχει τη δική της γεωπολιτική ατζέντα, έκανε το τρίτο μεγάλο λάθος, βάζοντας στη ρουλέτα τα συνταξιοδοτικά ταμεία και προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη οργή στα μικρά νοικοκυριά.
Τι μπορεί πλέον να γίνει


Αν υπάρχει ακόμα χρόνος για μια εκατέρωθεν σοβαρή αντιμετώπιση του προβλήματος, θα έπρεπε να γίνουν έστω και την ύστατη στιγμή οι εξής κινήσεις:
Πρώτον, να ορισθεί από την ευρωζώνη ένας μεσολαβητής υψηλού κύρους για να διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις αντί για τις παιδαριώδεις διαδικασίες που επικρατούν σήμερα. Το πιο κατάλληλο πρόσωπο είναι ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τόσο για την εμπειρία που έχει ως πρώην πρόεδρος του Eurogroup όσο και γιατί ως πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου γνωρίζει τις ιδιομορφίες των φορολογικών παραδείσων και θα κατανοήσει αμέσως τις αθέατες πλευρές του κυπριακού προβλήματος.
Δεύτερον, η κυπριακή κυβέρνηση να εστιάσει το κόστος διάσωσης σε όσους προκάλεσαν το πρόβλημα, δηλαδή στους ξένους μεγαλοκαταθέτες και στις χιλιάδες offshore εταιρείες που κατακλύζουν το νησί. Η άμεση επιβολή φόρων στους τόκους των εξωχώριων καταθέσεων και στα κέρδη των offshore μπορεί να αποφέρει αρκετά κρατικά έσοδα, ακόμα και αν φύγουν μερικές μετά τις πρόσφατες εξελίξεις. Αν μάλιστα δώσει ένα μέρος των φόρων καταθέσεων στη Ρωσία επειδή πολλές έχουν διαφύγει τους εκεί φορολογικούς ελέγχους, ίσως η Κύπρος τής αποσπάσει έναντι ένα ευνοϊκό δάνειο από τώρα αντί να την εκλιπαρεί χωρίς αποτέλεσμα.
Τρίτον και πιο σημαντικό, η ευρωζώνη πρέπει να αναλάβει την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας μέσω του Μηχανισμού Ευστάθειας χωρίς να επιβαρυνθεί το κυπριακό δημόσιο χρέος, γιατί έτσι θα επιδεινώσει περαιτέρω την ύφεση. Ηδη τη λύση αυτή επιζητεί η Ιρλανδία για λογαριασμό της και θα έπρεπε να τη διεκδικεί και η Ελλάδα για τις εγχώριες τράπεζες, ώστε να αποφύγει τη διόγκωση του χρέους της που ακυρώνει τις όποιες μειώσεις έγιναν με το περυσινό «κούρεμα».
Αν οι τρεις αυτές κινήσεις γίνουν άμεσα και αποτελεσματικά, τότε την ερχόμενη Τρίτη δεν θα ανοίξουν μόνο οι κυπριακές τράπεζες αλλά ίσως και ένα παράθυρο σοβαρότητας και αξιοπιστίας της ευρωζώνης στον τρόπο που αντιμετωπίζει την κρίση.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ