Για 35 σχεδόν χρόνια, από το 1975 που άρχισε τη δράση της η 17Ν ως το 2002 που η οργάνωση εξαρθρώθηκε κυκλοφορούσαν για την οργάνωση δύο αντιφατικές εκδοχές: η κομουνιστική Αριστερά θεωρούσε βέβαιο ότι πρόκειται για προβοκατόρικη πρακτική μυστικών υπηρεσιών, το ΠαΣοΚ λίγο πολύ συμφωνούσε μαζί της, η ΝΔ κατηγορούσε το ΠαΣοΚ για υπεύθυνο, ενώ η πλειοψηφία του κοινού, αδιαφορώντας για τα κίνητρα, απολάμβανε το θέαμα των δολοφονιών προσώπων που δεν ήσαν αρεστά γενικώς και επικροτούσε «καλά τους έκανε». Το αυτονόητο, ότι ήταν μικρή αριστερίστική οργάνωση πολύ καλά οργανωμένη με πρώτο κανόνα την προστασία της, δεν ήθελαν οι πολιτικές δυνάμεις να το παραδεχθούν. Καμιά δεν δεν δήλωσε «λάθος κάναμε» όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια- ενώ το κοινό απογοητεύθηκε από τη συμπεριφορά και τη στάση των συλληφθέντων: δεν ήσαν οι ήρωες που προσδοκούσε.

Δεν θα πρέπει να γίνει το ίδιο λάθος αυτή τη φορά, γιατί ξανά θα θρηνήσουμε ανθρώπινες ζωές και επιπλέον η πολιτική ένταση που υπάρχει τα δύο τελευταία χρόνια θα υπεροξυνθεί – και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει πλέον και η Χρυσή Αυγή που ασκεί τρομοκρατία στους μετανάστες. Πόση τρομοκρατία αντέχει στις σημερινές συνθήκες η χώρα;

Δεν αντέχει ούτε άλλη προβοκατορολογία: είναι, δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένη η άποψη ότι προβοκάτορες –οπωσδήποτε με την ανοχή αλλά ίσως και με την καθοδήγηση της αστυνομίας– καίνε την Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Η άρνηση της πραγματικότητας, ότι βίαιοι ακροαριστεροί και χούλιγκαν είναι υπεύθυνοι για τις καταστροφές, φθάνει στα όρια της μαζικής παράκρουσης, αντίστοιχη με την παράκρουση των κομμάτων την εποχή που δεν ήθελαν να δουν την αλήθεια για την ένοπλή τρομοκρατία. Αν δεν καταγγελθεί ρητά και ξεκάθαρα η βία, αν δεν δούμε πως οι ρίζες της πρέπει να αναζητηθούν στον διχαστικό λόγο των πολιτικών, στη ρητορική του μίσους κατά των αντιπάλων που χρησιμοποιούν, δεν θα κατασταλεί ποτέ η πολιτική βία στη χώρα μας.

Η τελευταία ένοπλη επίθεση κατά των γραφείων της ΝΔ είναι η απάντηση στην καθίζηση των κινητοποιήσεων εναντίον του μνημονίου: αφού οι μάζες πήγαν σπίτια τους, κάποιοι εκλεκτοί ανέλαβαν να τις υποκαταστήσουν. Συνδέεται φυσικά και με τις εκκενώσεις καταλήψεων που άρχισε η αστυνομία. Πολλοί φοβήθηκαν ότι θα υπάρξουν βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά της «αυτονομίας» – αλλά και αρκετοί τις ευχήθηκαν. Ευτυχώς, οι σαββατιάτικες διαδηλώσεις ήσαν σχετικά ήρεμες και οι μεμονωμένοι ακραίοι βάλθηκαν να συμπυκνώσουν τη βία που δεν εκδηλώθηκε στους δρόμους με τις σφαίρες των καλάσνικοφ.

Από τη στιγμή που κάποια ομάδα της άκρας Αριστεράς – μοιάζει εντελώς απίθανο να είναι ακροδεξιοί πίσω από την επίθεση – έχει οπλισμό και είναι αποφασισμένη, μπορούν να συμβούν τα πάντα: να δολοφονηθούν αστυνομικοί, πολιτικοί των κυβερνώντων κομμάτων ή και της Ακρας Δεξιάς, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι.

Για τούτο χρειάζεται σύνεση και ψυχραιμία: όσο είναι βέβαιο ότι δεν είναι προβοκάτορες της αστυνομίας οι άνθρωποι με τα καλάσνικοφ, άλλο τόσο είναι βέβαιο ότι δεν είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΚΚΕ. Και ούτε τους υποθάλπουν κόμματα ή υπηρεσίες, άρα ο πολιτικός λόγος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι ανεπιφύλακτος και συνολικός λόγος καταδίκης της τρομοκρατίας, χωρίς υπονοούμενα και δεύτερες σκέψεις, – εκτός και αν το μόνο που ενδιαφέρει τα κόμματα είναι το να κερδίσουν πόντους το ένα σε βάρος του άλλου.

Από την αρχή της κρίσης, οι αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο είναι συνεχείς, κυρίως από την πλευρά των αντιμνημονιακών δυνάμεων, Δεξιών και Αριστερών, που συνεχώς παρομοιάζουν τη σημερινή κατάσταση με τη γερμανική κατοχή. Είναι καταπληκτικό πως κόμματα και άτομα με τόση διαφορετική ιδεολογία καταλήγουν να έχουν τις ίδιες εξηγήσεις για τα φαινόμενα. Ας θυμηθούμε όμως, ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν στρατηγική επιλογή ούτε του ΚΚΕ ούτε των αστικών κομμάτων, ούτε τον επέβαλαν τα συμφέροντα των Αμερικανών ή των Ρώσων, όπως απαιτεί η ιδεολογία που χρεώνει στους ξένους όλα τα δεινά της χώρας. Ο εμφύλιος πόλεμος προέκυψε από τη διάχυτη μεταπολεμική βία, από τη σύγκρουση μικρών ένοπλων ομάδων της μιας και της άλλης πλευράς που ξεκαθάριζαν παλιούς λογαριασμούς – και οι δύο πλευρές έρχονταν να τις στηρίξουν εκ των υστέρων για να μην χάσουν τους οπαδούς τους. Η επίκληση της «άμυνας» και από τις δύο πλευρές οδήγησε στην κλιμάκωση των συγκρούσεων και τελικά στον εμφύλιο.

Η σημερινή βία δεν έχει βέβαια την ένταση εκείνης της εποχής αλλά υπάρχει βία, διάχυτη παντού, με πολλές μορφές: από τις καταλήψεις και τους προπηλακισμούς αντιπάλων ως τους εμπρησμούς και τις μολότοφ – και τώρα με τα καλάσνικοφ. Η ένταση υπάρχει, δεν απαιτείται κάποια στρατηγική για να τη δημιουργήσει κάποιος, το ζήτημα είναι να μην κλιμακωθεί αυτοτροφοδοτούμενη. Ας την καταδικάσουν ανεπιφύλακτα τα κόμματα, σε όλες της τις μορφές τη βία. Ας την αποτρέψουν με τον λόγο τους. Πρέπει, επιτέλους να κατανοήσουμε ότι η αποδοχή της βίας ως «δίκαιης οργής» δίνει το δικαίωμα να έχουν τον λόγο και τα καλάσνικοφ.

Psychoyos@tovima.gr