Μετράμε 7 νεκρούς, θύματα πολιτικής βίας, σε λιγότερους από πέντε μήνες: η αρχή εφέτος έγινε με τον Λάμπρο Φούντα του «Επαναστατικού Αγώνα» στις αρχές Μαρτίου, που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την Αστυνομία· ακολούθησε ο Χαμί Νατζάφι, ο δεκαπεντάχρονος μετανάστης από το Αφγανιστάν που σκοτώθηκε στα τέλη Μαρτίου από αδέσποτη βόμβα· οι Παρασκευή Ζούλια, Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδας Τσάκαλης σκοτώθηκαν κατά τον εμπρησμό της Μarfin, στις αρχές Μαΐου· ο Γιώργος Βασιλάκης, υπασπιστής του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, δολοφονήθηκε με επιστολή-βόμβα στα τέλη Ιουνίουκαι στις 19 Ιουλίου, προτού ακόμη περάσει μήνας, δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος Σωκράτης Γκιόλιας. Η είδηση του θανάτου του δεν έμεινε ούτε δύο ημέρες στα πρωτοσέλιδα, η οικονομική κρίση και οι κομματικές αντιδικίες απέκτησαν πάλι προτεραιότητα, όλοι περιμένουν τον επικήδειο που θα γράψει η «Σέχτα Επαναστατών». Χωρίς ιδιαίτερη αγωνία, πάνω κάτω γνωρίζουμε τι θα λέει.
Δυστυχώς, έχουμε τόσο πολύ, για τόσο πολλές δεκαετίες, εξοικειωθεί με την ακραία πολιτική βία ώστε η τρομοκρατία απασχολεί (και φοβίζει) μόνο αυτούς που αισθάνονται ότι αποτελούν στόχο της. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού αισθάνεται απλώς θεατής στην τρομοκρατική παράσταση και τα συναισθήματά της ποικίλλουν: μπορεί να είναι θετικά, όταν οι τρομοκράτες γίνονται αντιληπτοί ως «λαϊκοί ήρωες» που αποδίδουν δικαιοσύνη και επιτελούν την κάθαρση που θα έπρεπε κανονικά να είχε αναλάβει το θεσμικό σύστημα. Μπορεί και αρνητικά, όταν θύματα είναι απλοί αστυνομικοί ή δημοσιογράφοι, όπως στις επιθέσεις που έχουν πραγματοποιήσει ο «Επαναστατικός Αγώνας» και η «Σέχτα Επαναστατών». Θέλω να πω ότι η πρόσληψη της τρομοκρατικής πρακτικής από την κοινωνία είναι σαν b-movie της τηλεόρασης, με ή χωρίς happy end, που γρήγορα θα ξεχαστεί από τις, επίσης βραχυχρόνιες, εντυπώσεις που θα προκαλέσει το επόμενο έργο. Τα έντονα συναισθήματα που προκαλούσε κάποτε η δράση τής 17Ν (ή η αστυνομική καταστολή) τα προκαλεί τώρα ο φόβος της οικονομικής κρίσης, η αγωνία του επαγγελματία για την επιβίωση, η αγωνία του υπαλλήλου για την εργασία του και τον μισθό του, για την πληρωμή δανείων, λογαριασμών και δόσεων. Η τρομοκρατία έχει ενσωματωθεί σαν αυτονόητο στοιχείο του περιβάλλοντος, όπως τα σκάνδαλα ή οι κομματικές διενέξεις. Οι επιπτώσεις της είναι έμμεσες και όχι απολύτως διακριτές στο κοινό: απορροφά πόρους από τις υπηρεσίες Ασφαλείας και όσο οι απειλούμενοι αισθάνονται ασφαλέστεροι με τις κουστωδίες των αστυνομικών που τους συνοδεύουν τόσο οι πολίτες αισθάνονται πιο ανασφαλείς, αντιμετωπίζοντας ανυπεράσπιστοι τη διογκούμενη, μικρή και μεγάλη, εγκληματικότητα της γειτονιάς τους.
Προ ημερών, στη διασταύρωση Πατησίων και Χαλκοκονδύλη, πούλμαν χτύπησε και έριξε στον δρόμο ηλικιωμένη γυναίκα. Επί 20-30 λεπτά δεν εμφανίστηκε ούτε περιπολικό ούτε ασθενοφόρο ούτε καν τροχονόμος, η κυκλοφορία στους δύο δρόμους είχε σταματήσει, η ουρά των λεωφορείων και των τρόλεϊ πρέπει να είχε φθάσει ως το Σύνταγμα, αλλά το ζήτημα προφανώς δεν αφορούσε τις δημόσιες αρχές. Τελικά, ήρθε κάποιος υπάλληλος του ΟΑΣΑ και λειτούργησε ως τροχονόμος για να ξεμπλοκαριστεί η διασταύρωση- η γυναίκα ήταν ακόμη ξαπλωμένη στην άσφαλτο και κάποιος περαστικός γιατρός προσπαθούσε να την ανακουφίσει. Καθηλωμένος στο τρόλεϊ σκεπτόμουν πως αν την είχε τραυματίσει τρομοκράτης θα είχαν αστραπιαία συγκεντρωθεί η μισή αστυνομική δύναμη της Αθήνας και τα μισά ασθενοφόρα του «166»αλλά τρόλεϊ και λεωφορεία θα έμεναν ώρες εκεί ώσπου η Σήμανση να συλλέξει στοιχεία.
Το μεγάλο πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι η τρομοκρατία αφορά πια μόνο τα υποψήφια θύματά της, οι πολίτες έχουν εξοικειωθεί με την καθημερινότητά της, δεν προκαλεί πραγματικές, πολιτικές ή κοινωνικές αντιδράσεις, δεν διεγείρει καν έντονα προσωπικά συναισθήματα έξω από τον στενό κύκλο των θυμάτων της. Οπως δεν προκαλούν τα σκάνδαλα, οι αποκαλύψεις, οι κομματικές αντιδικίες- βρισκόμαστε σε καταπληκτική κατάσταση παχυδερμίας που λειτουργεί ως αλεξίσφαιρο γιλέκο απέναντι σε ό,τι αποκαλούμε δημόσιο βίο. Δεν πρόκειται για τον ευκόλως καταγγελλόμενο «ατομισμό του μέσου πολίτη», πρόκειται για την εξοικείωση με το κακό, με την αποδοχή ότι η δολοφονική πολιτική βία είναι «κάτι που συμβαίνει» και κρίνεται, αναλόγως των αποτελεσμάτων. Κάποτε μάς έλεγαν «να μάθουμε να ζούμε με τους σεισμούς» – και μάθαμε, πρωτίστως μαθαίνοντας να κατασκευάζουμε κτίρια με σωστότερες αντισεισμικές προδιαγραφές. Ο τρόπος που μάθαμε να ζούμε με την τρομοκρατία θα σήμαινε, για την περίπτωση των σεισμών, να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι είναι φυσιολογικό να γκρεμίζονται κτίρια και να υπάρχουν δεκάδες νεκροί- που δεν πρέπει καν να τους μοιρολογούμε.
Αυτό που ισοπεδώνεται στην περίπτωση της τρομοκρατίας δεν είναι η Αστυνομία είναι το πολιτικό σύστημα – το εγωιστικό, κλειστό, προνομιούχο και απολύτως αδιάφορο για ό,τι δεν σχετίζεται με τις εκλογές και την κομματική ή προσωπική ισχύ πολιτικό σύστημα. Η τρομοκρατία δεν είναι παρά μια από τις περιπτώσεις που αποδεικνύει (και επιτείνει) την παχυδερμία του, ασθένεια που τη μεταδίδει στο κοινωνικό σώμα και μπορεί να αποδειχθεί θανατηφόρα.