Ο συνδικαλισμός, ως εκπροσώπηση των επαγγελματικών συμφερόντων κοινωνικών ομάδων, είναι ιδιοτελής και εγωιστικός θεσμός, αφού λόγος της ύπαρξής του είναι να υπερασπιστεί τη συλλογικότητα που εκπροσωπεί απέναντι σε άλλες ομάδες. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορούμε (εύκολα) να απαιτήσουμε από τους συνδικαλιστικούς φορείς όταν δρουν (ή «αγωνίζονται») να λάβουν υπόψη τους τα συμφέροντα άλλων ομάδων: ας φροντίσουν οι αντίστοιχοι συνδικαλιστές να τα υπερασπιστούν, αυτή είναι η δουλειά τους. Επίσης είναι δύσκολο να ζητήσει κανείς από τον συνδικαλισμό να λάβει υπόψη του τα συμφέροντα ανώτερης συλλογικότητας, για παράδειγμα της πόλης ή της χώρας: η απαίτηση κατάργησης του «υπερεγώ» επί μέρους ομάδων στο όνομα ακόμα ανώτερων συλλογικοτήτων είναι κατά κανόνα ίδιον αυταρχικών καθεστώτων, αυτό συνέβαινε στα φασιστικά και κομμουνιστικά κράτη (και στις παραδοσιακές ελληνικές κοινότητες) και δεν αποτελούν παρά δικαιολογία για διαιώνιση της εξουσίας συγκεκριμένων ομάδων.
Βέβαια η μορφή και η ένταση του συνδικαλιστικού ακτιβισμού είναι συνάρτηση του πολιτιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος- το ελληνικό είναι ιδιαίτερα βίαιο, το βιαιότερο ίσως της Ευρώπης αν θυμηθούμε τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, την τρομοκρατία, τους νεκρούς των διαδηλώσεων, την καθημερινότητα των καταλήψεων και της διάλυσης της ζωής των πόλεων. Οι έλληνες συνδικαλιστές έχουν εγκολπωθεί και διαιωνίζουν την κουλτούρα της βίαςχαρακτηριστικό είναι το συνεχώς αναφερόμενο περί «περιφρούρησης των διαδηλώσεων από προβοκατόρικα στοιχεία». Είναι πρωτοφανής διαστροφή νοημάτων το ενδιαφέρον από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και τα μέντια «να περιφρουρηθεί η διαδήλωση» και όχι η πόλη, τα καταστήματα, το δικαίωμα να κυκλοφορείς και να εργάζεσαι, σαν να είναι οι διαδηλώσεις το υπέρτατο αγαθό και δικαίωμα.
Από λογική άποψη, μόνο όριο στον εγωιστικό ακτιβισμό των συνδικαλιστικών φορέων είναι να πάρουν οι αγώνες τέτοια μορφή που τελικά να καταργήσουν το συλλογικό υποκείμενο, όπως ακριβώς καταργείται στην περίπτωση που ή οι εργοδότες ή οι εργαζόμενοι ασπάζονται το δίκιο της άλλης πλευράςήτοι η υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι το ίδιο καταστροφική με την αδράνεια. Τέτοια παραδείγματα αυτοκαταστροφής έχουμε αρκετά: προ ετών το κλείσιμο του εργοστασίου Ρirelli στην Πάτρα λόγω της ανυποχώρητης στάσης των συνδικαλιστών, το ίδιο συνέβη με την Ολυμπιακή και τον ΟΣΕ- το ίδιο κάνουν αυτή τη στιγμή η ΠΕΜΕΝ και η ΠΝΟ: πλήττοντας τον τουρισμό με τις ενέργειές τους στην πραγματικότητα μειώνουν τις θέσεις εργασίας στην ακτοπλοΐα, τις οποίες υποτίθεται ότι υπερασπίζονται.
Στον αυτοκαταστροφικό συνδικαλισμό επιδίδονται οι επαγγελματικές ηγεσίες είτε για λόγους εντελώς ιδιοτελείς (π.χ., προνόμια και μερίδιο από το πολιτικό χρήμα που διακινείται μέσω των δημόσιων επιχειρήσεων) είτε επειδή υπερασπίζονται τα συμφέροντα άλλης συλλογικότητας, κομματικής συνήθως. Στην περίπτωση των ναυτικών έχουμε να κάνουμε με καταστροφική υποταγή του συμφέροντός τους στη γραμμή του ΚΚΕ: αν κρίνουμε από την αποτελεσματικότητα της δράσης μικρών κομματικών ομάδων του, πρέπει να
συμπεράνουμε ότι το ΚΚΕ ξεπέρασε τη γραμμή της «ανυπακοής» και είναι σε φάση οικοδόμησης «παράλληλης εξουσίας», μηχανισμού δηλαδή με τον οποίο θα ασκεί έλεγχο σε συνεχώς διευρυνόμενους τομείς όσο «η κρίση θα βαθαίνει» – παράλληλα οι ενέργειές του αυτές «βαθαίνουν την κρίση», γιατί η μόνη βιομηχανία που διαθέτουμε είναι ο τουρισμός και το ΚΚΕ συστηματικά την υπονομεύει με ενέργειες στην Ακρόπολη, στα ξενοδοχεία, στα λιμάνια. Από την άποψη του ΚΚΕ αυτό που συμβαίνει είναι απόλυτα θεμιτό: σύμφωνα με βασικό αξίωμα του μαρξισμού-λενινισμού η εργατική τάξη δεν μπορεί να ξεπεράσει την εγωιστική συνδικαλιστική της συνείδηση, τα κομμουνιστικά κόμματα θα της εμπνεύσουν πολιτικούς στόχους, και κυρίως τον υπέρτατο στόχο, τη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού και του κοινοβουλευτισμού: λόγω της απόλυτης εξάρτησής του από τη Μόσχα και της ανάγκης του να διαφοροποιηθεί από το ρεφορμιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, το ΚΚΕ δεν διέγραψε τη βίαιη ανατροπή από το πρόγραμμά του, όπως έκαναν τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα (ιταλικό, γαλλικό, ισπανικό κτλ.) κατά τη δεκαετία του 1970.
Βεβαίως το ΚΚΕ βρίσκει και κάνει: η ελληνική πολιτική ιδεολογία είναι εγκλωβισμένη ιδεολογικά στη βία, από την Ακρα Δεξιά και ως την Ακρα Αριστερά όλα τα κόμματα αγωνίζονται επικαλούμενα παλαιότερους αγώνες. Η δεξιά αγωνιστική φαντασίωση ξεκινά από το Ονομα και το Κυπριακό, για να καταλήξει στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα, με ενδιάμεσους κρίκους τον Βασίλειο Βουλγαροκτόνο και τον Νικήτα Τουρκοφάγο. Η αριστερή ξεκινά από τον Δεκέμβρη 2008, το Πολυτεχνείο, τον Δεκέμβρη 1944- και μετά ενώνεται με την άλλη: αριστερός ή δεξιός, ο αγωνιστικός εθνικισμός είναι ενιαίος. Κάθε διαδηλωτής αισθάνεται συνέχεια κρίκων που επιλέγει κατά το συμφέρον του- ήτοι το όριο του συνδικαλιστικού ακτιβισμού είναι ο Μαραθώνας. Συμπεραίνω: πρέπει επειγόντως να αποδομήσουμε τη βάρβαρη εθνική αγωνιστική κουλτούρα που παρηγορεί για τη μιζέρια, καλλιεργεί τη βιαιότητα και υποκαθιστά τη δημοκρατική διαπραγμάτευση με το δίκιο του ισχυρότερου αγωνιστή- συνδικαλιστή του ΚΚΕ, διεφθαρμένου πολιτικού ή μαυραγορίτη επιχειρηματία. Ελεος,όχι άλλους αγώνες.
Ο κ. Δημήτρης Κ. Ψυχογιός διετέλεσε καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.