Το πέρασμα της ελληνικής οικονομίας στη μεταμνημονιακή εποχή απαιτεί στήριξη της εγχώριας παραγωγής όλων των κλάδων της μεταποίησης. Η στήριξη της ελληνικής παραγωγής φαρμάκου και της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στο παραπάνω αξίωμα.
Πόσω μάλλον όταν ο κλάδος του φαρμάκου είναι ο δεύτερος πιο εξαγωγικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας, με εξαγωγές σε πάνω από 85 χώρες του κόσμου, με ολοένα αυξανόμενες επενδύσεις κεφαλαίων και με την εγνωσμένη προστιθέμενη αξία του στην ελληνική κοινωνία.
Είναι πλέον κατανοητό ότι η προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας περνάει μέσα από τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός σταθερού και βιώσιμου πλαισίου πολιτικής φαρμάκου με αναπτυξιακό και όχι –ως συνηθιζόταν –περιοριστικό χαρακτήρα. Ενα σύγχρονο εργαλείο που θα μεγιστοποιεί τα οφέλη της εγχώριας παραγωγής προς το συμφέρον του συστήματος Υγείας, των ασθενών αλλά και της εθνικής οικονομίας και παράλληλα θα περιορίζει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ξένων φαρμάκων.

Προτεραιότητα

Προτεραιότητα ενός τέτοιου πλαισίου είναι η ενίσχυση της χρηματοδότησης των φαρμακευτικών προϋπολογισμών, καθώς πλέον η χώρα εμφανίζει από τις χαμηλότερες δαπάνες κατά κεφαλήν στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η αναθεώρηση των προϋπολογισμών επιβάλλεται από την αρχή της ισότιμης πρόσβασης και κάλυψης των αναγκών των πολιτών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Παράλληλα, όμως, μια νέα πολιτική προσέγγιση θα πρέπει να εστιάσει στην επίτευξη υψηλής διείσδυσης γενοσήμων, καταξιωμένων και οικονομικών φαρμάκων και στη μείωση της διαχρονικά υψηλής εξάρτησης της φαρμακευτικής αγοράς από ακριβές ξένες θεραπείες. Αυτό, άλλωστε, επιτάσσει η αναγκαία μετατροπή του παρωχημένου ελληνικού συστήματος Υγείας σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο σύστημα ευρωπαϊκών προδιαγραφών που θα εξοικονομεί πόρους με τη χρήση προσιτών, παλαιών και καταξιωμένων φαρμάκων –ειδικά σε χρόνιες ασθένειες –και θα δημιουργεί ζωτικό χώρο για την καινοτομία.
Ωστόσο, η φαρμακοβιομηχανία στο σύνολό της έχει να αντιμετωπίσει έναν κύκλο αντιαναπτυξιακών πολιτικών (τεράστια ποσά επιστροφών rebate-clawback της φαρμακοβιομηχανίας στο κράτος, συνεχείς μειώσεις τιμών), οι οποίες «ντύνονται» με τον μανδύα των έκτακτων μνημονιακών μέτρων και της δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά στην ουσία απορρυθμίζουν τη φαρμακευτική αγορά, εμποδίζουν έναν ολόκληρο κλάδο να αναπτυχθεί υγιώς και απειλούν τη βιωσιμότητα αρκετών εταιρειών και φαρμάκων.

Αδυναμία ελέγχου

Οι επιστροφές αυτές, όσα μέτρα και να παρθούν, θα γιγαντώνονται διότι πολιτεία και θεσμοί αγνοούν διαχρονικά ότι η υπέρβαση των δαπανών οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία ελέγχου του κόστους των νέων θεραπειών και στην υποκατάσταση των παλαιών, καταξιωμένων και οικονομικών φάρμακων. Εκτιμάται δε ότι οι συνολικές εκπτώσεις και επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας το 2017 ανήλθαν σε 1,2 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 340% από το 2012, ενώ την ίδια ώρα γίνεται κατανοητό ότι αυτά τα μέτρα θα επεκταθούν μέχρι το 2022 με ποσά που κάθε χρονιά θα βαίνουν αυξανόμενα.
Δυστυχώς, οι επιστροφές είναι η μία πλευρά της στρέβλωσης. Η εικόνα ολοκληρώνεται με τη διαδικασία της τιμολόγησης, η οποία εστιάζει μονόπλευρα στα γενόσημα και στα οικονομικά φάρμακα (μείωση 37,5% από το 2015!) και αφήνει πρακτικά στο απυρόβλητο τα νέα φάρμακα. Το χειρότερο είναι ότι η μείωση της τιμής των γενοσήμων δεν βοηθάει στη διείσδυσή τους, απεναντίας το μερίδιο αγοράς των γενοσήμων, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, βρίσκεται καθηλωμένο στο 23%-24%, πολύ μακριά από το 40% που ήταν ο μνημονιακός στόχος για το 2017 και το 60% για το 2018.
Είναι προφανές ότι η πολιτική των επιστροφών και της τιμολόγησης δεν αποδίδει. Είναι, λοιπόν, αναγκαία μια νέα πολιτική σε νέες βάσεις, με δομικές μεταρρυθμίσεις στον έλεγχο του όγκου, στον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και της αποζημίωσης, στην παροχή κινήτρων στους επαγγελματίες της Υγείας για συνειδητή προτίμηση σε οικονομικές θεραπείες. Ολες οι παραπάνω θεωρούνται οι πιο κρίσιμες «περιοχές» δημιουργίας δαπάνης.
Κυρίως, όμως, χρειάζεται μια νέα αντίληψη ότι η ελληνική οικονομία δεν θα ξεφύγει ποτέ από τον κύκλο της ύφεσης εάν δεν στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις, στην εγχώρια παραγωγή και στον περιορισμό της εξάρτησης από τις εισαγωγές σε κάθε κλάδο. Είναι αναγκαία όσο ποτέ μια υπερκομματική πολιτική για τον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, που θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες επένδυσης ενός κλάδου με στρατηγικό χαρακτήρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία αγωνίζεται υπέρ μιας εθνικής πολιτικής που θα ξεφεύγει από τη λογική των περιοριστικών μέτρων και θα δίνει κίνητρα μεγαλύτερων επενδύσεων στην έρευνα και στην τεχνολογία, αλλά και στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, με σκοπό την καθιέρωση του ελληνικού φαρμάκου ως ένα από τα ποιοτικότερα παγκοσμίως.
Ο κ. Θεόδωρος Κωλέτης είναι αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ