Η Μαρία Κάλλας, γεννημένη στις 2 Δεκεμβρίου 1923, έζησε μια ζωή γεμάτη στιγμές έντασης, συναισθηματικής πρόκλησης και απρόσμενων γεγονότων, που τη διαμόρφωσαν τόσο ως καλλιτέχνιδα όσο και ως προσωπικότητα. Ο Τύπος της χάρισε τις προσφωνήσεις «La Divina» (η Θεϊκή) και «Prima donna assoluta» (απόλυτη πριμαντόνα).
Σχεδόν όλοι γνωρίζουν σήμερα για την κακοποίησή της από τη μητέρα της, για τα χρόνια της Κατοχής, τη δραματική απώλεια βάρους στο βωμό της δόξας, τον γάμο με τον κατά 27 χρόνια μεγαλύτερό της Μενεγκίνι, τον σκανδαλώδη έρωτα με τον Ωνάση, την άνοδο της στην κορυφή και τη μυθική καριέρα της μεγαλύτερης Ντίβας στην ιστορία της όπερας.
Ωστόσο, η πορεία της, αν και δημοφιλής και πολυγραφημένη, περιέχει και λιγότερο γνωστές ιστορίες που φωτίζουν τη μοναδικότητά της και την πολυπλοκότητα της προσωπικότητάς της.
Η τελευταία πρόβα στο Παρίσι
Η τελευταία πρόβα της Μαρίας Κάλλας στο Παρίσι το 1977 περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου και συγκίνησης, καθώς έλαβε χώρα λίγες μέρες πριν τον θάνατό της. Σύμφωνα με πηγές, η πρόβα αυτή έγινε στο σπίτι της και περιλάμβανε μια ερασιτεχνική ηχογράφηση που αποτυπώνει τη φωνή της σε μια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής της. Εκεί, παρά τα προβλήματα στη φωνή της, ηχογραφήθηκε ερασιτεχνικά να προπονείται στην άρια "Pace, pace mio Dio" από τη "Δύναμη του Πεπρωμένου" του Βέρντι.
Η στιγμή αυτή είναι συγκινητική: η φωνή της, παρόλο που είχε χάσει τη δύναμη και την ευελιξία της, εξακολουθούσε να εκφράζει έντονα συναισθήματα. Η ηχογράφηση αυτή ανακαλύφθηκε χρόνια μετά και παραμένει μαρτυρία της αφοσίωσής της στη μουσική μέχρι το τέλος της ζωής της. «Η φωνή μου είναι η ψυχή μου» θα σχολίαζε η ίδια. «Ακόμα κι όταν δεν είναι τέλεια, είναι αληθινή».
Η ζωή της εκείνη την περίοδο ήταν απομονωμένη, καθώς είχε αποσυρθεί από τις μεγάλες σκηνές και αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως καρδιολογικά θέματα και την προοδευτική επιδείνωση της ψυχικής της κατάστασης. Η φωνή της, αν και επηρεασμένη από τη φθορά του χρόνου, φανερώνει τη μαγεία και το συναίσθημα που τη συνόδευαν σε όλη τη ζωή της. Η πρόβα αυτή θεωρείται μια συγκλονιστική αποτύπωση του τελευταίου καλλιτεχνικού της αποχαιρετισμού και αποτελεί σημαντικό τεκμήριο για τους λάτρεις της λυρικής μουσικής και την κληρονομιά της Κάλλας.
Μαρία Κάλλας εναντίον ελληνικής κυβέρνησης
Η Μαρία Κάλλας, γνωστή για την έντονη προσωπικότητά της και τη δυναμική παρουσία της, είχε μια συγκλονιστική στιγμή αντιπαράθεσης με την ελληνική κυβέρνηση που συνδέθηκε με το διαβατήριό της. Το περιστατικό έλαβε χώρα το 1966 όταν η Κάλλας, απογοητευμένη από την ελληνική πολιτική στάση και τις καθυστερήσεις που αντιμετώπισε για την ανανέωση του ελληνικού διαβατηρίου της, απείλησε ότι θα αποποιηθεί την ελληνική της υπηκοότητα. Αυτή η ενέργεια είχε τη δυναμική να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στο κύρος της χώρας, καθώς η ίδια ήταν ήδη διεθνής θρύλος της όπερας.
Η πίεση που άσκησε, τόσο μέσα από προσωπικές επικοινωνίες όσο και μέσω δημόσιων δηλώσεων, οδήγησε τελικά στην άμεση διευθέτηση του ζητήματος. Το διαβατήριο εκδόθηκε γρήγορα, αποδεικνύοντας την επιρροή της στον πολιτικό και πολιτιστικό τομέα.
Αυτή δεν ήταν η μόνη φορά που δήλωσε δυσανασχέτηση για την ελληνική κυβέρνηση. Όπως περιγράφει ο Γιάννης Ν. Μπαστιάς στο βιβλίο «Κωστής Μπαστιάς. Δημοσιογραφία – Θέατρο – Λογοτεχνία» (εκδ. Καστανιώτη), η Κάλλας θα εμφανιζόταν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού την 1η και την 5η Αυγούστου, αλλά αργά το απόγευμα της πρεμιέρας δήλωσε ότι αδυνατούσε να τραγουδήσει λόγω ασθενείας.
Στην πραγματικότητα ήταν συντετριμμένη από την κακή υποδοχή. Ο ίδιος λέει στο ντοκιμαντέρ της ΕΛΣ ότι το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» είχε γεμίσει με αστυνομία, καθώς υπήρξαν απειλές για βομβιστική επίθεση. «Υπάρχει σημείωμα του Κωστή Μπαστιά που διηγείται την επίσκεψη του υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου στη «Μεγάλη Βρεταννία» για να μεταπείσει ώστε να δώσει το ρεσιτάλ. “Ξέρετε ότι υπάρχει κίνδυνος να πέσει η κυβέρνηση, αν δεν τραγουδήσετε απόψε;” τη ρώτησε. Κι εκείνη απάντησε, “ξέρετε πως αν τραγουδήσω απόψε, θα πέσει η Κάλλας;”».
Διακοπές με την Τίνα Λιβανού
Μετά το διαζύγιο της Τίνας Λιβανού με τον Αριστοτέλη Ωνάση, οι σχέσεις της με τη Μαρία Κάλλας φαίνεται ότι διατήρησαν μια ιδιαίτερη ισορροπία. Η συνύπαρξή τους έγινε αντικείμενο σχολιασμού, κυρίως λόγω της σχέσης της Κάλλας με τον Ωνάση, που ήταν η αιτία της ρήξης του πρώην ζευγαριού. Παρά την ένταση και την πιθανή αμηχανία, οι δύο γυναίκες εθεάθησαν να περνούν χρόνο μαζί, ακόμα και σε διακοπές.
Μετά το διαζύγιο, η Τίνα και η Μαρία συμμετείχαν σε κοινές κοινωνικές εκδηλώσεις και ταξίδια. Η εικόνα τους ως δύο ισχυρές προσωπικότητες που συνδέονταν τόσο από την κοινή τους σχέση με τον Ωνάση όσο και από τη θέση τους στην υψηλή κοινωνία, προκάλεσε αίσθηση. Ένα ιδιαίτερα γνωστό στιγμιότυπο είναι οι διακοπές τους στην Κρουαζιέρα του 1959 στη θαλαμηγό «Χριστίνα». Ο Ωνάσης, αν και τότε ακόμα παντρεμένος με την Τίνα, είχε ήδη αρχίσει να δείχνει την προτίμησή του στην Κάλλας, γεγονός που διόγκωνε την ένταση μεταξύ τους.
Παρά την προσωπική απογοήτευση, η Τίνα φαίνεται πως υιοθέτησε μια στάση αξιοπρέπειας. Αυτή η περίοδος δεν ήταν απλώς σημείο αναφοράς για τις προσωπικές σχέσεις των εμπλεκομένων αλλά και για την κοινωνική σκηνή της εποχής, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Είναι εντυπωσιακό πώς η Κάλλας και η Λιβανού, παρά τη σύνδεσή τους με τον ίδιο άνδρα, φέρονταν δημόσια με ευγένεια και έδειχναν ότι η κοινωνική τους θέση απαιτούσε συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Η σχέση των δύο γυναικών έγινε συχνά αντικείμενο σχολιασμού από τα μέσα της εποχής, αλλά ποτέ δεν δόθηκε μια σαφής εξήγηση για τη φαινομενική τους προσέγγιση. Παράλληλα, η Τίνα Λιβανού συνέχισε τη ζωή της με νέες σχέσεις και γάμους, διατηρώντας την εικόνα μιας κομψής και δυναμικής γυναίκας της ελληνικής διασποράς.
Ο εκβιασμός από τον πρώην εραστή της και το 17λεπτο χειροκρότημα στο Σικάγο
Ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της ζωής της Κάλλας συνέβη το 1955, όταν ένας πρώην εραστής και μάνατζέρ της, ο Έντι Μπαγκαρόζι, την απείλησε δημόσια στο Σικάγο. Ο Μπαγκαρόζι τελούσε χρέη μάνατζερ της Κάλλας το 1946, αλλά εκείνη την περίοδο δεν κατάφερε να κλείσει κάποια δουλειά στη σχετικά άγνωστη τότε σοπράνο. Για αυτό, η Κάλλας δεν τον πλήρωσε ποτέ. Η σχέση τους είχε λήξει χρόνια πριν, αλλά ο Μπαγκαρόζι προσπάθησε να την εκβιάσει, απαιτώντας χρήματα, με την απειλή ότι θα αποκάλυπτε στον σύζυγό της, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, κάποιες ερωτικές επιστολές που είχαν ανταλλάξει στο παρελθόν.
Εκείνη την περίοδο η Μαρία Κάλλας, παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνιδα πλέον, θα εμφανιζόταν στο Σικάγο για την όπερα «Νόρμα» του Μπενίνι. Οι εμφανίσεις της προκάλεσαν φρενίτιδα στο αμερικανικό κοινό, το οποίο την αποκαλούσε «Μέριλιν Μονρόε της όπερας». Μέσα σε λίγες ώρες όλα τα εισιτήρια ήταν sold out, κάτι εξωπραγματικό για την εποχή. Λέγεται πως πολλές φορές, ήταν τόσο έντονα τα χειροκροτήματα και οι ζητωκραυγές του κοινού, που έπρεπε να σταματά την ερμηνεία της για λίγα λεπτά. Σε μία από τις εμφανίσεις της στο Σικάγο, χρειάστηκε να βγει στη σκηνή 22 φορές μετά το τέλος της παράστασης, καθώς ο κόσμος δε σταματούσε να τη χειροκροτά. Το ιστορικό χειροκρότημα κράτησε 17 λεπτά!
Μετά από την τελευταία της παράσταση στο Σικάγο ως «Μαντάμ Μπατερφλάι», η σοπράνο μπήκε στο καμαρίνι της, όπου -προς μεγάλη της έκπληξη- την περίμενε ένας δικαστικός κλητήρας. Ο μεγαλόσωμος άνδρας την ενημέρωσε πως ο Μπαγκαρόζι κατέθεσε μήνυση εναντίον της, ζητώντας 300.000 δολάρια. Η Κάλλας, εν εξάλλω, άρχισε να φωνάζει στον κλητήρα: «Δε μπορείτε να με μηνύσετε! Έχω τη φωνή ενός αγγέλου».
Ο άνδρας σοκαρισμένος βγήκε από το καμαρίνι αλλά η σταρ τον ακολούθησε και συνέχισε να του φωνάζει στους διαδρόμους, φορώντας ακόμη τη ρόμπα της Μαντάμ Μπατερφλάι. Στο διάδρομο περίμεναν φωτογράφοι και δημοσιογράφοι για δηλώσεις μετά την επιτυχημένη παράσταση. Αν'αντού, τράβηξαν μία από τις πιο περιβόητες φωτογραφίες της εποχής: η Κάλλας να τρέχει πίσω από τον κλητήρα χειρονομώντας και ουρλίαζοντας. Την επόμενη ημέρα, τα πρωτοσέλιδα την αποκαλούσαν «η Τίγρις», ένα παρατσούκλι που θα τη συνόδευε για πάντα.
Τελικά, η μήνυση του Μπαγκαρόζι απορρίφθηκε στο δικαστήριο, καθώς οι κατηγορίες του δεν μπορούσαν να τεκμηριωθούν επαρκώς. Η Κάλλας δεν επέτρεψε στο σκάνδαλο να πλήξει σοβαρά την καριέρα ή τη δημόσια εικόνα της. Αντιθέτως, το επεισόδιο αυτό ενίσχυσε την εικόνα της ως μιας γυναίκας που μπορούσε να αντέξει κάθε είδους πίεση και να θριαμβεύσει.