Και όμως θα επικαλεστώ μια μεγάλη όσο και απλή αλήθεια ή ρητορική ερώτηση που έδωσε εν είδει απάντησης στις γεμάτες ηλικιακό ρατσισμό ερωτήσεις των δημοσιογραφίσκων που της την έπεσαν, η Άννα Βίσση μετά το τέλος της εντυπωσιακής συναυλίας της στο Καλλιμάρμαρο:
«Ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν έχει ηλικία. Κανείς δεν έχει ηλικία. Δηλαδή αν φτάσεις 60, περιμένεις να πεθάνεις;».
Έτσι φαίνεται. Μετά τα 60 πρέπει να κάτσεις σπίτι σου ακόμα και αν δεν έχει βγει ακόμα η σύνταξή σου. Ακόμα και αν δε θες να βγει η σύνταξή σου. Πρέπει να κλειστείς μόνος σου μέσα στο σπίτι για να μην σε απομονώσουν οι άλλοι. Δεν συγχωρούμε εύκολα στους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους να βρίσκονται στο κέντρο της σκηνής –κυριολεκτικά και μεταφορικά όσο και αν βαστάνε τα πόδια τους και το μυαλό τους σκίζει τη μύγα στα δύο. Είναι μεγάλοι σε ηλικία. Γι’ αυτό θαυμάζουμε την Άννα Βίσση, γιατί έχουμε βάλει ένα πλαφόν ως κοινωνία ότι μετά τα 60 όπως και αν νιώθεις, είσαι τελειωμένος.
Η έκφραση «θέλω να γίνω σαν και αυτήν όταν θα φτάσω στην ηλικία της», δεν είναι όμως θαυμασμός, είναι και αυτό, υποβόσκων ηλικιακός ρατσισμός ή ηλικιωτισμός (ageism), γιατί θεωρούμε δεδομένο ότι στα 66 του, κάποιος είναι μεγάλος. Ακόμα και αν ο ίδιος, η Άννα εν προκειμένω, δε νιώθει έτσι. Είναι απλά αυτή που είναι ή που θέλει να είναι.
Και αν για τη Βίσση στα 66 της λέμε και ένα «μπράβο», στη Μαρινέλλα που τόλμησε στα 86 της να κάνει συναυλία στο Ηρώδειο και έπαθε εγκεφαλικό επί σκηνής- πέρα από το ανήθικο του πράγματος να αναρτήσουν το βίντεο με την πιο δύσκολη στιγμή ενός καλλιτέχνη-, ο οχετός που βγήκε στα σόσιαλ μίντια ήταν άλλες φορές απροκάλυπτος και άλλες καλυμμένος με τον μανδύα της φιλοσοφίας ζωής: «ε, εντάξει πού πάει και αυτή στην ηλικία της;», «ο καθένας μας πρέπει να ξέρει πότε να αποσύρεται» (φιλοσοφημένη σπόντα).