«Μου τη σπας δικέ μου, γιατί το βλέπεις στο έτσι και τη βγαίνεις στο κόκκινο και δε γουστάρω τη φάση» ακουγόταν σε λούπα καθ’ υπερβολή μέσα από τις βιντεοταινίες των 80s με υπογραφή Γιάννη Δαλιανίδη, ενίοτε και Ομήρου Ευστρατιάδη σε πιο soft porn εκδοχή.
Αργότερα στα 90s έσκασαν μύτη τα greeklish τόσο στον γραπτό λόγο μέσα από την άνθιση των λάιφσταϊλ εντύπων και της βιωματικής έκφρασης όσο και στον προφορικό -«είναι πολύ jazz το παιδί, προτιμώ πιο cool καταστάσεις». Κάπου εκεί, λίγο πριν λίγο μετά, ήρθαν και τα «καλιαρντά» να χαρίσουν ολίγη από την παρακμιακή χάρη τους στην κουβέντα -«θα σου τζάσω την καούκα, θα στην αβέλω ξώπλατη μωρή κατέ».
Μέσα σε αυτό το υπέροχο χαρμάνι από λέξεις και νοήματα η επικοινωνία πήρε μια μορφή αέρια και πανανθρώπινη, μια καλοδεχούμενη εσπεράντο με σύγχρονους και προαιώνιους όρους. Κάτι σαν τη γλώσσα του ρηξικέλευθου συγγραφέα και εικαστικού Πάνου Κουτρουμπούση, ο οποίος χρησιμοποίησε εκφράσεις και λέξεις δανεισμένες απ’ όλους τους αιώνες της ελληνικής λαλιάς. Από αρχαίες, εκκλησιαστικές και λόγιες, μέχρι καθαρευουσιάνικες, δημοτικές, ευρύτερα λαϊκές, slang και ελληνοποιημένες ξενικές.
Έτσι κάπως βγήκε και το ρήμα «κδοάζω» από το περίφημο ακρωνύμιο του Κουτρουμπούση, Κ.Δ.Ο.Α. (κτηνώδης δύναμη, ογκώδης άγνοια).
«Ο προφορικός και γραπτός λόγος, η πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας με την εκφορά των φθόγγων που συγκροτούν λέξεις και προτάσεις, ο ηχόλογος, ο λόγος εκφερόμενος προφορικά ως ηχητικό ερέθισμα διαμορφώνει ανθρώπους και πολιτισμό» λέει ο Dan Jurafsky, καθηγητής στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Στάνφορντ. «Ανακαλύπτοντας τι είναι καθολικό στις γλώσσες μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον πυρήνα της ανθρωπιάς μας» καταλήγει.