Η σχεδόν ολοκληρωτική απορρόφηση του ελληνικού πολιτικού προσωπικού με το δήθεν κρίσιμο θέμα της επίλυσης του ονοματολογικού της πΓΔΜ έχει φέρει σε δεύτερη μοίρα το πραγματικό εθνικό πρόβλημα της χώρας, που δεν είναι άλλο από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ως πολύφερνη νύφη μοιάζει το Κίνημα Αλλαγής όσο μικραίνει η απόσταση προς τις εκλογές, και είναι λογικό.
Ηεκκωφαντική σιωπή των «άδολων» προπαγανδιστών της δημιουργίας μιας νέας δήθεν προοδευτικής δημοκρατικής συμπαράταξης με τη σύμπραξη της Κεντροαριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη Δεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ίσως το σοβαρότερο στοιχείο που προέκυψε από τη συζήτηση της περασμένης Τετάρτης στη Βουλή.
Παρακολουθώντας τις πολιτικές εξελίξεις, και ειδικότερα την καταγεγραμμένη μέσα από τις έρευνες της κοινής γνώμης μεταστροφή της κοινωνίας προς συντηρητικότερες λύσεις, όπως αυτή που εκφράζει και προωθεί η Νέα Δημοκρατία, αναρωτιέμαι πραγματικά αν τα στοιχεία που προκύπτουν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Είναι βέβαια κανόνας για τα ελληνικά πολιτικά ήθη στην πρώτη δυσκολία μιας κυβέρνησης, στο πρώτο λάθος ή γκάφα, στην πρώτη σοβαρή πολιτική ήττα, η αντιπολίτευση, και ειδικά η αξιωματική, να ζητεί πρόωρη προσφυγή στις κάλπες προκειμένου να αποφανθεί ο λαός με βάση τα νέα δεδομένα, πλέον, περί των ικανοτήτων της κυβέρνησης.
Στον σκουπιδότοπο της Ιστορίας «φιλοξενούνται» κάθε λογής πολιτικοί και οι πολιτικές τους που δήθεν θα έφερναν την άνοιξη, αλλά στην πράξη αποδείχθηκαν πιο στεγνές και από μια αποξηραμένη λίμνη.
Η παραδοχή του υπουργού Οικονομικών κ. Τσακαλώτου ότι και μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης (του Μνημονίου δηλαδή) η χώρα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται υπό το καθεστώς επιτήρησης δεν καταρρίπτει απλώς τον μύθο
Η περίσκεψη με την οποία η κυβέρνηση εμφανίζεται να αντιμετωπίζει το πλήθος των τουρκικών προκλήσεων που εκδηλώνονται με κάθε τρόπο δεν φαίνεται να συνάδει με τη γενικότερη στρατηγική της στο εσωτερικό, και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
Οι κυοφορούμενες πολιτικές εξελίξεις εξαιτίας των διεργασιών στα εθνικά θέματα προβάλλουν επιτακτική την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν όλοι οι παίκτες τη θέση τους αναφορικά με αυτές.
Ολοι οι πρωθυπουργοί της χώρας, τουλάχιστον αυτοί που εγώ θυμάμαι από τη Μεταπολίτευση του '74 και εντεύθεν, είχαν επιβάλει στους βουλευτές τους έναν κώδικα συμπεριφοράς.
Το προδιαγεγραμμένο φιάσκο με τις παραπομπές δέκα πολιτικών της αντιπολίτευσης για το σκάνδαλο της Novartis δεν ολοκληρώνει απλώς μια μικρή περίοδο κατά την οποία η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα χτύπησε «κόκκινο».
Τα βαριά σύννεφα που συσσωρεύονται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργούν την αίσθηση ότι ο ηγέτης της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που εδώ και μήνες επιχειρεί μια συνολική αναδιάρθρωση των γεωπολιτικών δεδομένων στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, προσανατολίζεται στο να επιχειρήσει το ίδιο και στο Αιγαίο.
Οχι ότι υπήρχαν πολλές αμφιβολίες για το πολιτικό ήθος του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα, αλλά αυτό που συνέβη χθες και προχθές με τη διοργάνωση του συνεδρίου κάποιων εκπροσώπων προοδευτικών δυνάμεων από την Ευρώπη και την Ελλάδα δεν έχει προηγούμενο. Το ψευδεπίγραφο συνέδριο είχε έναν και μόνο στόχο: να υπονομεύσει το πρώτο, ιδρυτικό, συνέδριο του Κινήματος της Αλλαγής, που αποτελεί την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια, μετά την κατάρρευση του ΠαΣοΚ, να ανασυγκροτηθεί ο χώρος της Κεντροαριστεράς.
Αν η προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή για τα σκάνδαλα στον χώρο της Υγείας προσέφερε κάτι, αυτό λογικά δεν μπορεί να είναι άλλο από την εδραίωση της γενικευμένης άποψης ότι το Κοινοβούλιο «περί άλλα τυρβάζει».
Αν και η δημόσια συζήτηση έχει επικαλυφθεί, και λογικά ως ένα σημείο, γύρω από τον τελευταίο ανασχηματισμό της κυβέρνησης και τι αυτός σηματοδοτεί για τις πολιτικές εξελίξεις, υπάρχουν πολλά επί μέρους στοιχεια που καταδεικνύουν ότι αλλού έπρεπε να στρέφεται η προσοχή της κοινής γνώμης.
Ηταν ιστορικού χαρακτήρα η συζήτηση της περασμένης Τετάρτης στη Βουλή για το σκάνδαλο Novartis. Οχι λόγω της διάρκειάς της φυσικά, ούτε γιατί σε μία μόνο συνεδρίαση αποφασίστηκε η παραπομπή σε διαδικασίες προανακριτικής επιτροπής δέκα πολιτικών προσώπων, και δη δύο πρώην πρωθυπουργών, ενός πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης, του επιτρόπου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και πέντε πρώην υπουργών.
Τα συμβάντα το τελευταίο διάστημα στο Αιγαίο, και ειδικότερα το πρόσφατο των Ιμίων, δεν συνιστούν μία ακόμη πρόκληση στον μακρύ και εξοργιστικό κατάλογο των προκλήσεων εκ μέρους της Τουρκίας. Αποτελούν την επιβεβαίωση ότι η ένταση των προκλήσεων, η «ποιοτική» αναβάθμισή τους, και κυρίως η ποικιλότητα που τις χαρακτηρίζει, είναι ευθέως ανάλογη του «ειδικού» βάρους της ελληνικής κυβέρνησης.
Ηταν αναμενόμενο ότι η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου θα επιχειρούσε κάτι θεαματικό στην προσπάθεια να αποπροσανατολίσει την κοινωνία από το Σκοπιανό, το οποίο όχι μόνο οδηγείται σε ναυάγιο, αλλά επιπλέον προδιαγράφει σοβαρή πολιτική ήττα για την κυβέρνηση, αλλά ουδείς, πιστεύω, ανέμενε ότι θα το επιχειρούσε με τόσο παιδαριώδη τρόπο.
Η χθεσινή παρέμβαση του ΔΝΤ για το τι πρέπει να γίνει μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης τον προσεχή Αύγουστο δεν θολώνει απλώς την εικόνα της «καθαρής» εξόδου από την κρίση, όπως τη φιλοτέχνησε με τόση επιμέλεια και προσοχή η κυβέρνηση, προεξάρχοντος του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα. Στην πραγματικότητα αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα της συνέχισης της βαριάς, σκληρής και ανυπόφορης λιτότητας που θα διαρκέσει και μετά το τέλος του προγράμματος.
Οι δαιδαλώδεις διαδικασίες που απαιτούνται για την αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ δημιουργούν την αίσθηση ότι όλο αυτό που έγινε στο Νταβός κάτω απο την ασφυκτική πίεση των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχε έναν και μόνο στόχο: με ψίχουλα παραχωρήσεων από πλευράς της γειτονικής χώρας, να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξή της στις ευρωπαϊκές δομές και στο ΝΑΤΟ.