Πριν από 20 χρόνια καθώς μια ομάδα ελλήνων τουριστών περιδιαβάζαμε έκθαμβοι την Καππαδοκία ρωτήθηκε από τον επικεφαλής ενός ολλανδικού γκρουπ από ποια χώρα προερχόμαστε.
Καθώς ο κ. Τσίπρας διαπίστωσε ότι μπορεί με τη λαϊκή ανοχή να μετατρέπει το Οχι του δημοψηφίσματος σε Ναι, επέλεξε έκτοτε αυτή την ακροβασία υποδυόμενος δύο ρόλους ταυτόχρονα:
Στην Ελλάδα έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας.
Με συνοπτικές διαδικασίες, μυστικές διαπραγματεύσεις και παραπλανητική πληροφόρηση επισφραγίστηκε πανηγυρικά στις Πρέσπες η συμφωνία με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Βόρεια Μακεδονία το νέο όνομα, αλλά με πολίτες που θα αποκαλούνται Μακεδόνες και επίσημη γλώσσα τη μακεδονική. Η επιτομή του αλυτρωτισμού, αφού αυτά διεκδικούντο και στο περίφημο Ιλιντεν.
Από χρόνια με απασχολεί η απορία ποιος είναι ο ρόλος των αστυνομικών που φρουρούν διάφορους δημόσιους χώρους. Λογικά εμποδίζουν εκείνους που επιδιώκουν να εισέλθουν χωρίς να νομιμοποιούνται.
Μολονότι ματαιοπονώ, δεν βλάπτει να συνεισφέρω για πολλοστή φορά την άποψή μου για την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.
Πού βαδίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ενωση; Είναι το ερώτημα που όλο και εντονότερα απασχολεί κάθε σκεπτόμενο Ευρωπαίο, συνεπώς και κάθε σκεπτόμενο Ελληνα.
Είχε πει το 1991 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής:
Ανέμενα τις πικρόχολες αντιδράσεις στο εγκωμιαστικό σημείωμα της περασμένης Κυριακής με ενδεικτικές αναφορές σε σύγχρονους εθνικούς ευεργέτες. Η πιο συνηθισμένη αμφισβήτηση συμπυκνούται στο ερώτημα:
Μεγάλος είναι ο αριθμός εκείνων που διακατέχονται από αισθήματα προσφοράς, αλλά ελάχιστα εισοδήματα έχουν για να στηρίξουν οικονομικά συνανθρώπους και έργα πολιτισμού.
Η επικαιρότητα και τα έργα και οι ημέρες ημετέρων και εχθρών είναι όλο και πιο δυσοίωνα, αλλά και με ελπιδοφόρες εξαιρέσεις. Σε κάποιες από αυτές αναφέρομαι σήμερα:
«Αναγνώστης μου, πιθανώς θιγόμενος από την κατάσταση, μου υπενθύμισε το ανέκδοτο του Διαβόλου και του Κεφαλλονίτη
Η ελληνική και διεθνής επικαιρότητα είναι τόσο πυκνή και εξελίσσεται με τέτοια ταχύτητα που είναι πια δυσκολότατο να την παρακολουθήσουμε συνολικά.
Εορταστικό και το σημερινό κείμενό μου (από αύριο πιο προσγειωμένος).
Μαζί με τις ευχές μου, θα ήθελα χρονιάρες μέρες να ξεφύγω από την αμείλικτη και δυσοίωνη επικαιρότητα και να αναφερθώ σε ένα απίθανο περιστατικό που συνέβη την εποχή της χούντας, το οποίο θα μπορούσε ίσως να συμβεί και σήμερα χάρη κυρίως στην ακατανίκητη δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα.
Πολύ σημαντικές απόψεις για την προσεχή(;) αναθεώρηση του Συντάγματος ανέδειξε σε συνέντευξή του στα «Νέα» (23.3.2018) ο διακεκριμένος καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος, αγαπητός φίλος από την εποχή της χούντας (τότε ακόμα φοιτητής). Αυτά που κυρίως πρέπει να διορθωθούν είναι:
Λίγοι αξιόλογοι δημοσιογράφοι - και ας προσβληθούν κάποιοι - θα μπορούσαν να πάρουν αυτή την εμπεριστατωμένη, σοβαρή και μαζί εκλαϊκευτική συνέντευξη που εκμαίευσε από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα ο σπουδαίος λογοτέχνης Χρήστος Χωμενίδης και δημοσιεύθηκε στα «Νέα» του Σαββατοκύριακου 17-18 Μαρτίου.
Οεμπορικός πόλεμος που αποφάσισε να κηρύξει ο αδίστακτος πρόεδρος Τραμπ κατά των άλλων χωρών του πλανήτη δίνει μια καλή εξήγηση γιατί τόσο εύκολα τα βρήκε μαζί του ο ημέτερος πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας.
Πέρα από το διαβόητο πια άρθρο 86 του Συντάγματος, υπονομευτές της δημοκρατικής ευνομίας καλλιεργεί και το άρθρο 90. Μολονότι το θεμελιώδες άρθρο 4 του Συντάγματος εντέλλεται ότι «όλοι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου», το ίδιο το Σύνταγμα θεσπίζει την οργουελική αναίρεσή του «Ολοι είναι ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους».
Για πολλοστή φορά και εντονότερα από ποτέ άλλοτε έχει τεθεί σε αμφιβολία το ανεπηρέαστο της δικαστικής εξουσίας από υποδείξεις και παρεμβάσεις της εκτελεστικής (κυβέρνηση).