Το γεγονός ότι κάτι αλλάζει στην οικονομία είναι προφανές.
Οσο στην Ελλάδα ανεβαίνουν οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης με φόντο τις προσεχείς εκλογές τόσο οι Ευρωπαίοι σφίγγουν τα λουριά του Μνημονίου βάζοντας στο χαρτί μέτρα και υποχρεώσεις που καλείται να ψηφίσει η κυβέρνηση και θα δεσμεύουν τη χώρα ως το 2022.
Η προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία ανέδειξε και πάλι το πολιτικό πρόβλημα της χώρας.
Τέσσερα δύσκολα βήματα, τέσσερις προϋποθέσεις, για να φτάσει η Ελλάδα στο τέλος του προγράμματος και τους κανόνες που θα υπάρχουν στη «ζωή μετά το πρόγραμμα» περιγράφει ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ Πιερ Μοσκοβισί σε συνέντευξή του στο «Βήμα».
Τώρα που έχουμε μπροστά μας τον νέο κύκλο μειώσεων των συντάξεων, για όσους βγήκαν στη σύνταξη πριν από τον Μάιο του 2017, μου έρχεται στον νου και πάλι η πρόταση Γιαννίτση.
Σε όλα τα πολιτικά τραπέζια της Αθήνας που πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα, αν και κανένας δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτό που δείχνει η εμπειρία δεκαετιών, ότι ο εκλογικός κύκλος και οι πρόωρες κάλπες βλάπτουν σοβαρά την οικονομία, όλοι συζητούν για τον χρόνο των εκλογών και όλοι δείχνουν ότι θέλουν να ξεμπερδεύουν από κάτι.
Μετά τη συμφωνία για την ανά τρίμηνο επιθεώρηση της ελληνικής οικονομίας από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως ομολόγησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, οι Ευρωπαίοι ζητούν να υπάρχει «ρήτρα αιρεσιμότητας» στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που βρίσκονται στο τραπέζι και θα ισχύσουν μετά τον Αύγουστο του 2018.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι απίστευτος, αν δεν είναι κυνικός.
Με ρητές δεσμεύσεις ότι η Ελλάδα θα σεβαστεί το δημοσιονομικό στόχο για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων
Αν και δεν έχουν κοπάσει ακόμη οι πανηγυρισμοί για το πρωτογενές πλεόνασμα στον κρατικό προϋπολογισμό που ξεπέρασε το 4% του ΑΕΠ για δεύτερη χρονιά
Σε μια λεπτή γραμμή κινούνται οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους καθώς βαδίζουμε προς το τέλος του τρίτου Μνημονίου και η επόμενη ημέρα παραμένει ακόμη άγνωστη
Νέα έξοδο στις αγορές, αυτή τη φορά με δεκαετή ομόλογα, σχεδιάζει πλέον η κυβέρνηση μετά το «deal της Ουάσιγκτον»
«Τον Φεβρουάριο του 2018 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας διαμορφώθηκε σε -1,8% από -1,6% τον Ιανουάριο, ενώ η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 1,2 δισ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1,23 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα».
Στην τελευταία στροφή του Μνημονίου εισήλθε πλέον η χώρα. Κυβέρνηση και θεσμοί βρίσκονται σε πυρετό διαβουλεύσεων για το μεταμνημονιακό πλαίσιο εποπτείας της οικονομίας, το οποίο θα είναι αυστηρό ως το 2022, και τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα συνδεθούν ευθέως με την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται στη μέση.
Αν θέλουμε λίγο να ξεφύγουμε από το γεγονός ότι οι δανειστές μας και οι εκπρόσωποί τους - οι θεσμοί κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, η τρόικα της εποχής ΝΔ και ΠαΣοΚ - καθορίζουν και θα εξακολουθήσουν να ελέγχουν την οικονομική πολιτική της χώρας μέχρι να εξοφλήσουμε το 75% των δανεικών, θα μπορούσαμε να κάνουμε αμέτρητα σχόλια για τις επιλογές τους.
Αν ακούς έναν υπουργό Οικονομικών να δηλώνει «για εμάς δεν είναι πανάκεια η μείωση των φόρων», αν μη τι άλλο τον προσέχεις.
Το άγχος της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης έχει καταλάβει το οικονομικό επιτελείο, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα πλήθος υποχρεώσεων για την υλοποίηση 88 προαπαιτουμένων αλλά και με τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται σε εσωκομματικό επίπεδο για τις ιδιωτικοποιήσεις στον χώρο της Ενέργειας.
Τώρα που φτάσαμε στο παρά πέντε της ολοκλήρωσης του Μνημονίου, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα δεν χρειάζεται, δα, να ανακαλύψει και την... Αμερική για να έρθει σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα της οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.
Καθαρό τοπίο με μετρημένες τις δανειακές ανάγκες της Ελλάδας για τέσσερα χρόνια μπροστά, ως και το 2022, χρονιά που θα τελειώσει ουσιαστικά (και όχι τυπικά) το πρόγραμμα σταθεροποίησης της οικονομίας, επιδιώκουν το οικονομικό επιτελείο και οι δανειστές.
Δεν είναι τόσο τα εθνικά θέματα, η ένταση με την Τουρκία, το διαφαινόμενο αδιέξοδο στην επίλυση του μακεδονικού ζητήματος στο οποίο έχει επενδύσει πολιτικά ο κ. Τσίπρας που έχουν δημιουργήσει πρόωρα μια ατμόσφαιρα εκλογών.