Το καλοκαίρι του 1901 ο Κ. Π. Καβάφης ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Στην κλασική, πλέον, μελέτη - ακόμη αμετάφραστη στα ελληνικά - The Rise of the Novel (Chatto & Windus, 1963) o Ian P. Watt υπογραμμίζει εμφατικά και με στατιστικά στοιχεία τη σημασία που είχε για την εξέλιξη του μυθιστορήματος στη Βρετανία η ανάπτυξη ενός αναγνωστικού κοινού της μεσαίας τάξης.
«Τους έλληνες μεταπολεμικούς μυθιστοριογράφους δεν τους γνώριζα, τώρα τους ανακαλύπτω» έλεγε προσφάτως νέος βραβευμένος συγγραφέας ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την αμερικανική μυθιστοριογραφία, «δεν μας τους δίδαξαν στο σχολείο».
«Θα έλεγε κανείς ότι διήγημα και μυθιστόρημα, τα κυριότερα πεζογραφικά είδη, βρίσκονται σε αντιπαράθεση αδυνατώντας να συνυπάρξουν στην εξουσία: η αναβάθμιση του ενός προκαλεί την υποβάθμιση του άλλου» έγραφε
Αχαρτογράφητο ακόμη από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας το τοπίο της πρόσφατης και σύγχρονης μυθιστοριογραφίας.
Από τη ρομαντική εποχή ως το '30, μια δρασκελιά δρόμος, διάσπαρτος με τη Γυφτοπούλα (1884) του Παπαδιαμάντη, τον Ζητιάνο (1896) του Καρκαβίτσα, το ιμπρεσιονιστικό Φθινόπωρο (1917) του Χατζόπουλου.
«Τι είναι το μυθιστόρημα είναι δύσκολο να πούμε... Πρόκειται για είδος που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα ακριβούς ορισμού του» υποστηρίζει ο άγγλος θεωρητικός Τέρι Ιγκλετον
Ο αναγνώστης της αγγλόφωνης ανθολογίας σύγχρονης ελληνικής ποίησης που επιμελήθηκε η Κάρεν βαν Ντάικ, καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης