Η Ρένη Πιττακή επιλέγει να ερμηνεύσει μια ηρωίδα πέρα από τα όρια –την Ανι Γουίλκς, στο «Misery», το δυνατό θρίλερ που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Στίβεν Κινγκ, σε σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά. Η πιστή και αγαπημένη μαθήτρια του Καρόλου Κουν, η ηθοποιός που έχει πίσω της πενήντα χρόνια θέατρο, συνεχίζει να γοητεύει, να εκπλήσσει και να πειραματίζεται.
Τι σας γοητεύει στο «Misery», κυρία Πιττακή;
«Μου έκανε κλικ το θρίλερ, είμαι λάτρης του είδους, έχω πάρει φόρα και από την «Μπέιμπι Τζέιν». Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι διαφορετικό, για τον Στίβεν Κινγκ. Το «Misery» μπορείς να το αντιμετωπίσεις στο πρώτο του επίπεδο. Η ιστορία του συγγραφέα και της θαυμάστριάς του, που τον σώζει και τον περιθάλπει, μέχρι να αρχίσει βαθμιαία να μεταμορφώνεται σε εφιάλτη».
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό…
«Ακριβώς. Από την άλλη, είναι τόσο έντονο και φανερό αυτό που ο ίδιος ο Στίβεν Κινγκ φέρει με το έργο του, δηλαδή έναν καθρέφτη. Και εκεί πάνω προβάλλει την αγωνία του. Γιατί για εμένα η ηρωίδα δεν είναι μια σίριαλ κίλερ, ούτε με ενδιαφέρει ως σίριαλ κίλερ, όπως μπορεί να βγαίνει από την ταινία. Για εμένα είναι λίγο σαν τον δαίμονα του δημιουργού. Γιατί κάθε δημιουργός μπορεί να έχει έναν δαίμονα, με πρώτο θαυμαστή τον εαυτό του, και παράλληλα να έχει έναν δαίμονα που να τον κατατρέχει και να απαιτεί από τον ίδιο πράγματα –να γίνεται ο εφιάλτης του. Ενας εφιάλτης που τον βασανίζει. Μέσα μου κάπως έτσι βλέπω το έργο και κάπως έτσι λειτουργεί».
Πώς προσεγγίζετε την ηρωίδα;
«Η αρχική προσέγγιση είναι σαν να πρόκειται για έναν κανονικό άνθρωπο. Μόνον έτσι μπορείς να ψάξεις τις πλευρές που φαντάζεσαι και υποψιάζεσαι. Το ίδιο το κείμενο σε οδηγεί. Είναι εξαιρετικά καλά και καθαρά γραμμένες αυτές οι αλλαγές του προσώπου της. Στην περίπτωσή της υπάρχει ένα διπολικό».
Θα λέγατε ότι είναι τρελή;
«Είναι ένα πλάσμα –εγώ έτσι τη χαρακτηρίζω. Σαφώς είναι ψυχωσική. Περνάει από διάφορα στάδια. Από άγγελος σωτήρας γίνεται εξολοθρευτής. Είναι ένα παιδί που βρίσκεται μπροστά σε κόσμους από τους οποίους δεν μπορεί να έχει απόσταση. Τόσο η Αλις Γουίλκς όσο και ο Πολ Σέλντον, ο ήρωας-συγγραφέας, είναι πρόσωπα με διαρκώς διαφορετικές διαθέσεις. Και αυτό υπαγορεύει εναλλαγές στην υποκριτική προσέγγιση».
Ζωή και θέατρο είναι ένα για εσάς;
«Μπλέκεται η ζωή με το θέατρο. Μου έτυχε να μη δουλέψω μια χρονιά, να καθίσω. Δεν έπεσα σε κατάθλιψη. Εκανα ένα μεγάλο ταξίδι. Αλλά φοβάμαι ότι αν καθίσω δεν θα μπορώ να κάνω αυτά που θέλω να κάνω».
Το λέτε και από οικονομικής πλευράς;
«Πρώτη φορά ένιωσα πλούσια από το θέατρο όταν έπαιζα στα «Εξι μαθήματα χορού σε έξι εβδομάδες». Στο τέλος της εβδομάδας βρισκόμουν με λεφτά που δεν είχα ξαναδεί στα χέρια μου. Αλλά, όχι, εγώ στο θέατρο δεν διάλεξα τα χρήματα. Δεν μπορείς, εκ των προτέρων, να πας κάπου για την τσέπη σου».
Ηταν δύσκολο να μείνετε τόσα χρόνια στο Θέατρο Τέχνης;
«Το να μείνεις πιστός στο Τέχνης δεν ήταν για όλους, ήταν για κάποιους. Ορισμένους τους έπνιγε ο τρόπος του Κουν. Εμένα όχι. Ημουν για χρόνια αφιερωμένη –κάποια στιγμή τέλειωσε αυτό. Είχαν αλλάξει πολλά όμως. Αλλαζε και ο κόσμος. Ξέρετε, καμιά φορά σκέφτομαι πώς θα ήταν ο Κουν αν ζούσε τώρα. Θα στεκόταν κανείς να τον ακούσει; Δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι. Υπάρχουν σήμερα τόσο πολλοί αντιπερισπασμοί».
Ησασταν και η αγαπημένη του…
«Ημουν αγαπημένη του, αλλά όχι η μόνη. Ηταν κι άλλες γυναίκες, η Ελένη Χατζηαργύργη, η Τάνια Σαββοπούλου… Μπορεί να με βάραιναν πράγματα, αλλά δεν τα θυμάμαι τώρα. Κάποιοι ήθελαν να αλλάξουν κλίμα, ήταν ανήσυχοι. Μπορεί να είχαν και οικονομικές ανάγκες. Υπήρχε το ραδιόφωνο, ο Φίνος».
Εσείς όμως δεν ενδώσατε στους πειρασμούς της εποχής;
«Είχα κάνει κι εγώ τηλεόραση τότε. Είχα πάει και του είχα πει. Ηταν μια σειρά στην ΕΡΤ και είπα στον Κουν ότι θα το δοκιμάσω, μια που εκείνο το καλοκαίρι δεν έπαιζα. Δεν μου είχε πει όχι, αλλά τον είχε πειράξει πολύ. Με είχε ρωτήσει αν το σενάριο θα είναι σοβαρό… Μετά την πρώτη εβδομάδα, άρχισε ο ρυθμός να γίνεται πιο βιαστικός στα γυρίσματα και αποχώρησα. Ημασταν μαζί με τον Αντώνη Θεοδωρακόπουλο και μαζί φύγαμε. Είχε όμως νομικές επιπτώσεις η αποχώρηση και είχα τρομάξει με όλο αυτό. Ο Κουν το είχε χαρεί λίγο».
Πιστεύετε στην προσωπική ευθύνη του ηθοποιού;
«Πάντα αισθανόμουν πολύ υπεύθυνη για ό,τι έκανα στο θέατρο. Ισως κρυβόμουν πίσω από τη μορφή του Κουν, σε ό,τι είχε να κάνει με τον έξω κόσμο. Δεν ήμουν ένα ιδιαίτερα χαρούμενο παιδί. Θυμάμαι τη θεία Αρτεμισία που μου έλεγε «γιατί δεν είσαι ομιλητική, Ρηνάκι μου, γιατί δεν είσαι εκδηλωτική;». Ημουν κλειστό παιδί. Ημουν ευγενής, κοινωνική, αλλά μέσα στο Τέχνης αισθανόμουν εσωτερική ασφάλεια για να δουλέψω. Επιπλέον, δεν ήμουν καλή στις δημόσιες σχέσεις και εκεί δεν υπήρχε αυτό καθόλου».
Πόσο έχετε αλλάξει από τότε;
«Οταν είχα πάρει το βραβείο Κοτοπούλη είχα δώσει, τότε, μια συνέντευξη στη Σούλα Αλεξανδροπούλου, στα Επίκαιρα. Τη βρήκα και τη διάβασα πρόσφατα και είδα ότι δεν έχω αλλάξει. Μπορεί να ήμουν λίγο πιο ελαφριά, κάτι που έφυγε μεγαλώνοντας. Ημουν πάντα αφιερωμένη –τότε στον Κουν και στο Τέχνης, τώρα στο θέατρο».
Οι επιλογές σας δίνουν, πιστεύετε, ένα στίγμα;
«Αυτό που κάνω δεν είναι ερήμην της πραγματικότητας, δεν είναι εκτός κόσμου. Οπως πρόσφατα η παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού «Υο-κι-χι» στην οποία έπαιξα, που είχε στοιχεία κόντρα στον δικό μας κόσμο –ευγένεια, προσοχή, ακινησία, άκουσμα, πλησίασμα. Κάτι λένε όλα αυτά, αν θέλουμε να τα ακούσουμε. Εκεί, οι ηθοποιοί προτού ξεκινήσει η παράσταση υποκλίνονται στο κείμενό τους και δεν υποκλίνονται στο τέλος στο κοινό –εμείς κάπως σταθήκαμε, χωρίς υπόκλιση, απέναντι από τους θεατές. Δεν είναι κι αυτό μια πράξη;».
Τι σας τραβάει στα θρίλερ;
«Το ακραίο, ο ακραίος κίνδυνος, η περιπέτεια, να περνάς από μια κόλαση, να σώζεσαι».
Εσείς φτάνετε στα άκρα;
«Θα ήθελα να φτάνω σε ακραίες καταστάσεις αλλά δεν μπορώ. Γιατί αν ήμουν έτσι δεν θα είχα ανάγκη το θέατρο. Το θέατρο ήταν, είναι, ένας τρόπος. Θα ήθελα να είχα στοιχεία τυχοδιωκτισμού και περιπέτειας. Αλλά δεν ταυτίζω τους ρόλους με τη ζωή. Αν το κάνω, αν ταυτιστώ, αν γίνει το θέατρο η ίδια η ζωή μου, τότε θα γίνω σαν την ηρωίδα μου, την Ανι Γουίλκς. Το θέατρο δεν είναι ψυχοθεραπεία».
Και τι είναι τελικά για εσάς;
«Μπορεί να λειτουργήσει σαν κρυψώνα, μπορεί σαν άνοιγμα. Για εμένα είναι ταξίδι. Εχει τη γνωριμία με άγνωστα πράγματα, με κάτι που δεν ξέρεις, που σε κάνει να φανταστείς και μαζί να ανακαλύψεις και πράγματα δικά σου. Αλλά η ζωή είναι αυτή που έχει τα πιο ακραία σενάρια».
Σας θλίβει η πραγματικότητα; Σας απογοητεύει, σας θυμώνει;
«Δεν θυμώνει κανείς όταν έχει διανύσει πενήντα χρόνια και νιώθει ότι πρέπει να πληρώσει ακόμη; Οταν έρχεται ένα κράτος και σου λέει μεγάλωσες και πήγαινε στην άκρη –γιατί για να δουλέψεις πρέπει να δώσεις το εξήντα τοις εκατό από τη σύνταξή σου. Πώς να τα βγάλει πέρα κανείς; Εγώ, ευτυχώς, δεν ήθελα ούτε παιδιά ούτε οικογένεια. Αλλά οι άλλοι, που έχουν, πώς τα βγάζουν πέρα; Ολα αυτά είναι για πολύ θυμό. Αλλά αν θες να συνεχίσεις, πρέπει να πεις αυτό που λέει ο Μπέκετ: Δεν μπορώ να συνεχίσω, συνεχίζω…».
Πού και πότε
Παραστάσεις: Τετάρτη – Πέμπτη & Κυριακή (20.00). Παρασκευή & Σάββατο (21.15), ως 31/3/2018
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος.
Σκηνοθεσία – δραματολογική επεξεργασία: Τάκης Τζαμαργιάς.
Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Καραμπέτσης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ