«Θυμάμαι, σε μια απογευματινή, πετάχτηκα έξω από το καμαρίνι ακούγοντας μια φωνή να σπάζει τα τζάμια. «Είναι μια καινούργια. Την έφερε ο Μπαστιάς» μου είπαν». Xρόνια μετά την πρώτη του αυτή επαφή με τη Μαρία Κάλλας, ο Δημήτρης Χορν σχολίαζε με τις παραπάνω φράσεις την εμπειρία, δίνοντας παράλληλα το δικό του στίγμα στην πολυσυζητημένη ιδιοτυπία της φωνής της ντίβας για την οποία αργότερα έμελλε να χυθεί πολύ μελάνι. Ηταν στα 1941, η Ελλάδα είχε ήδη εμπλακεί στην περιπέτεια του πολέμου και η 17χρονη τότε Μαριάννα Καλογεροπούλου είχε από την προηγούμενη χρονιά προσληφθεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή –η οποία τότε αποτελούσε ενιαίο φορέα με το Εθνικό Θέατρο –με τη βοήθεια της δασκάλας της, της σπουδαίας ισπανίδας σοπράνο του Μεσοπολέμου Ελβίρας ντε Ιντάλγκο. Την ίδια χρονιά έκανε το επαγγελματικό της ντεμπούτο ως Μπεατρίτσε στην πανελλήνια πρεμιέρα της τρίπρακτης οπερέτας του Σουπέ «Βοκκάκιος», με τον Δημήτρη Χορν, νεαρό τότε ηθοποιό, να ερμηνεύει τον ρόλο του πρίγκιπα Πέτρου στη χειμερινή παράσταση του έργου που παίχτηκε στο Θέατρο Παλλάς
Η Κάλλας στη Λυρική
«Θυμάμαι, σε μια απογευματινή, πετάχτηκα έξω από το καμαρίνι ακούγοντας μια φωνή να σπάζει τα τζάμια.
«Θυμάμαι, σε μια απογευματινή, πετάχτηκα έξω από το καμαρίνι ακούγοντας μια φωνή να σπάζει τα τζάμια.
Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τον θάνατο της Κάλλας (η Μαρία Αννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου είδε το φως της ζωής στις 2 ή, κατ’ άλλους, στις 4 Δεκεμβρίου 1923, στη Νέα Υόρκη, και άφησε την τελευταία της πνοή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στο Παρίσι) και παρότι τα τελευταία κυρίως χρόνια οι σχετικές αναφορές έχουν πληθύνει, δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η ελληνική καριέρα της είναι ευρύτερα γνωστή. Κι όμως, μπορεί να «στοίχειωσε» τις σκηνές της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, του Κόβεντ Γκάρντεν και, πάνω απ’ όλα, της Σκάλας του Μιλάνου, της οποίας έγινε η αδιαφιλονίκητη «βασίλισσα» αφού η παρουσία της σφράγισε κάποια από τα σπουδαιότερα αισθητικά ντοκουμέντα του 20ού αιώνα, ωστόσο η καριέρα της άρχισε εδώ, στη Λυρική Σκηνή της Αθήνας. Ερμηνεύοντας ρόλους με τους οποίους κατά κανόνα «αναμετρήθηκε» ελάχιστα ή καθόλου κατά τη διάρκεια της μετέπειτα διεθνούς λαμπρής σταδιοδρομίας της, η νεαρή Καλογεροπούλου δοκίμασε την πρώτη γεύση της επιτυχίας για να αποτελέσει, σύντομα δυστυχώς, το «συμβολικό θύμα της πανίσχυρης ελληνικής μετριοκρατίας», όπως έγραψε κάποτε ο Τσαρούχης…
Από μαθήτρια επαγγελματίας
Πριν από τη συνεργασία της με την ΕΛΣ, είχε προηγηθεί η συμμετοχή της Κάλλας σε κάποιες παραστάσεις-επιδείξεις μαθητών του Ωδείου Αθηνών, του παλαιότερου μουσικού-εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας, στο οποίο φοιτούσε και η ίδια. Η ουσιαστική, ωστόσο, καριέρα της στην Αθήνα άρχισε το 1942, όταν ερμήνευσε την Τόσκα στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι, έναν από τους ρόλους που έμελλε να «σφραγίσει» αργότερα με την ερμηνεία της στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Ηταν η πρώτη της συμμετοχή σε σειρά παραστάσεων όπερας του βασικού ρεπερτορίου. «Ενα αληθινό θαύμα. Αυτή είναι η Καλογεροπούλου, που ακόμη δεν συμπλήρωσε τις σπουδές της στην Σχολή της φημισμένης καλλιτέχνιδος ντε Ιντάλγκο. Μια φωνή πλούσια σ’ όλη της την έκτασι, μια φωνή κρυστάλλινη, ομοιογενής, σωστή, μ’ ένα τέλειο μηχανισμό αναπνοής, αρθρώσεως, προφοράς…» έγραψε η εφημερίδα «Η Βραδυνή» στις 28 Αυγούστου 1942. «Τον καταθλιπτικό ρόλο της Τόσκα κράτησε μια νέα εμφάνισις, η δις Μ. Καλογεροπούλου, μαθήτρια της διάσημης καλλιτέχνιδος του τραγουδιού Ελβίρας ντε Ιντάλγκο. Ο όρος «κράτησε» είναι εδώ μια κυριολεξία. Το ότι μια νέα και άπειρη ακόμα της σκηνικής τέχνης και της μουσικής δημιουργικότητος καλλιτέχνις δεν έπεσε στη διαδρομή ενός τόσο μεγάλου ρόλου είναι γι’ αυτήν ο μεγαλύτερος έπαινος» διαβάζουμε στα «Αθηναϊκά Νέα» της ίδιας ημέρας. Η μεγάλη επιτυχία που σημείωσε την οδήγησε σε ακόμη μια σειρά εμφανίσεων στον ίδιο ρόλο, την επόμενη ακριβώς χρονιά…
Το 1944 ήταν επίσης σημαντικός σταθμός για τη νεαρή καλλιτέχνιδα στη Λυρική. Χαρακτηριστική η συμμετοχή της στη δίπρακτη όπερα του Ευγένιου Ντ’ Αλμπέρ «Κάμπος» («Tiefland»), όπου ερμήνευσε τον ρόλο της Μάρθας, της καταπιεσμένης ερωμένης ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Κάποια στιγμή ερωτεύεται έναν βοσκό και στο τέλος του έργου φεύγει μαζί του στα βουνά. Η παράσταση ανέβηκε τον Απρίλιο του 1944 και ορισμένοι τη θεωρούν τη σπουδαιότερη της ελληνικής σταδιοδρομίας της. «Η παρουσία της δίδος Καλογεροπούλου στο έργο έκανε αίσθηση. Υπήρξε μια Μάρθα γήινη. Αυτό που άλλοι τραγουδιστές πρέπει να μάθουν, εκείνη το κατέχει από φυσικού της: το δραματικό ένστικτο, η ένταση του παιξίματος, η ελευθερία της ερμηνείας ακόμη και στις στιγμές ηρεμίας, ξέρουν ν’ αναδεικνύουν όλες τις όψεις μιας νεανικής φωνής και μιας άφθαστης μουσικότητας» αναφέρει κάποια ξένη κριτική της εποχής όπως αυτή αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαΐδη «Μαρία Κάλλας, οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης». «Η Μαρία Καλογεροπούλου, η πιο σπουδαία και αγαπητή λυρική τραγουδίστρια της Ελλάδας» σημειώνει κάποια άλλη με αφορμή τον ρόλο της Μάρθας.
Την ίδια χρονιά η νεαρή σοπράνο ερμηνεύει τη Σαντούτσα στην «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, η οποία όμως μάλλον δεν γνώρισε την ίδια επιτυχία. Το καλοκαίρι του 1944, ωστόσο, τραγούδησε τον ρόλο της Σμαράγδας στην όπερα του Μανώλη Καλομοίρη «Ο πρωτομάστορας», σε μουσική διεύθυνση του συνθέτη. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους ερμήνευσε τη μοναδική Λεονόρα της καριέρας της στην πανελλήνια πρεμιέρα της όπερας του Μπετόβεν «Φιντέλιο», η οποία δόθηκε σε μουσική διεύθυνση του επιστρατευμένου αντιχιτλερικού αρχιμουσικού Χανς Χέρνερ. Το θέμα της όπερας προκάλεσε θυελλώδεις, αν και συγκαλυμμένες, αντιναζιστικές εκδηλώσεις του κοινού, με τον ελληνικό αλλά και τον γερμανικό Τύπο να υμνούν την ερμηνεία της νεαρής Καλογεροπούλου. Μπροστά στη διαφαινόμενη προοπτική λήξης του πολέμου, η Μαρία θριάμβευσε ενώπιον χιλιάδων θεατών τραγουδώντας την οριστική νίκη της αγάπης ενάντια στον τρόμο, στην τυραννία και στον επαπειλούμενο θάνατο…
Συναυλίες και… «Αγγλικό απόγευμα»
Παράλληλα με τις παραστάσεις όπερας της Λυρικής Σκηνής, η ίδια εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία σε συναυλίες: «Η δραματική σοπράνο Μαίρη Καλογεροπούλου τραγούδησε τις άριες του Φιντέλιο, της Αΐντας, της Θαΐδος και δημοτικά ισπανικά και ελληνικά τραγούδια» γράφουν χαρακτηρισικά τα «Αθηναϊκά Νέα» στις 8 Οκτωβρίου 1943, μια ενδεικτική μόνο αναφορά στα σχετικά δημοσιεύματα. Μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση στην οποία έλαβε μέρος μετά την Απελευθέρωση ήταν και το «Αγγλικό μουσικό απόγευμα» της 20ής Μαρτίου 1945 που πραγματοποιήθηκε στο θέατρο «Ολύμπια». «Μεγάλην επιτυχίαν εσημείωσε το Αγγλικό απόγευμα χθες εις την Λυρικήν Σκηνήν. (…)Εχειροκροτήθησαν ιδιαιτέρως σε αγγλικά τραγούδια η Μιρέιγ Φλερύ, η κ. Καλογεροπούλου και ο κ. Δελένδας καθώς και η χορωδία που εξετέλεσεν τον ελληνικόν και τον αγγλικόν ύμνον» έγραψε η «Βραδυνή» την επόμενη ημέρα.
Ωστόσο, διάφοροι λόγοι, για τους οποίους έχουν κατά καιρούς αναφερθεί πολλά, εστιάζοντας στο αίσθημα του υποβιβασμού που βίωσε εξαιτίας οικονομικών ανακατατάξεων στην ΕΛΣ –αυτόνομου οργανισμού, πλέον, από το 1944 –και κυρίως στη ζηλοφθονία των τότε συναδέλφων της, την ωθούν να αναζητήσει μια νέα αρχή στο εξωτερικό. Υστερα από ένα ρεσιτάλ στο Ρεξ και κάποιες εμφανίσεις της στο έργο του Μιλέκερ «Ο ζητιάνος φοιτητής», όπου ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λάουρα σημειώνοντας άλλη μία επιτυχία, η Μαρία Καλογεροπούλου φεύγει τον Σεπτέμβριο του 1945 για τη γενέτειρά της, τη Νέα Υόρκη. Η ελληνική της καριέρα έχει οριστικά ολοκληρωθεί. Λίγο αργότερα, μία μία οι διεθνείς σκηνές θα αρχίσουν να υποκλίνονται στο μεγαλείο της τέχνης της και όταν εμφανιστεί ξανά επί ελληνικού εδάφους –στο Ηρώδειο το 1957 και στην Επίδαυρο με τις παραστάσεις «Νόρμα» και «Μήδεια» το 1960 και το 1961 αντίστοιχα -, θα είναι πλέον μύθος και διαρκές σημείο αναφοράς για κάθε λυρική τραγουδίστρια…
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.