Η εφετινή βράβευση της ταινίας «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά με τον Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας και το βραβείο ερμηνείας για τον Θέμη Πάνου στο Φεστιβάλ Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο είναι η τελευταία μεγάλη επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου στον διεθνή χάρτη των φεστιβάλ. Διανύοντας μια εντυπωσιακή περίοδο εξωστρέφειας, το ελληνικό σινεμά έχει δημιουργήσει στους κόλπους του ένα «νέο κύμα», κάτι σαν μια ελληνική νουβέλ βαγκ του καινούργιου μιλένιουμ με αντιπροσώπους της σκηνοθέτες που απασχολούν τα διεθνή μέσα επικοινωνίας. Στις ταινίες αυτών των σκηνοθετών ο κόσμος των φεστιβάλ βλέπει (ή θέλει να βλέπει) το πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας στην οποία η κρίση όλων των αξιών κάνει πάρτι. Πολλές (όχι όλες) από αυτές τις ταινίες μοιάζουν μεταξύ τους σε φόρμα και αυτό οφείλεται στον άνθρωπο που είναι επικεφαλής του άτυπου αυτού κινηματογραφικού κινήματος. Το όνομά του, Γιώργος Λάνθιμος. Το 2009 υπήρξε σημαδιακή χρονιά για αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων. Το τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ των Καννών επέλεξε την ταινία «Κυνόδοντας» του Λάνθιμου στο πρόγραμμά της. Η βράβευση του «Κυνόδοντα» άνοιξε τον δρόμο και από τότε όποια φεστιβαλική πέτρα και αν σηκώσεις, μια ελληνική ταινία θα τη βρεις. Και οι προοπτικές για μεγάλες επιτυχίες συνεχίζονται. Μόλις πριν από μερικές ημέρες το φεστιβάλ Βερολίνου ανακοίνωσε ότι η τελευταία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Το μικρό ψάρι» θα προβληθεί εντός διαγωνισμού στη διοργάνωση του 2014 (6 -16 Φεβρουαρίου).

Γιώργος Λάνθιμος

Σε σχετικά πρόσφατη λίστα των «Times» της Νέας Υόρκης με τους 20 ανερχόμενους σκηνοθέτες που αξίζει κανείς να γνωρίζει συμπεριλαμβάνεται και το όνομα του Γ. Λάνθιμου ο οποίος αυτή την εποχή βρίσκεται στην Αγγλία όπου γυρίζει την επόμενη ταινία του, «Lobster». Το δημοσίευμα, εκτός άλλων, λέει χαρακτηριστικά: «Αν και η πολιτική και οικονομική καταστροφή της χώρας του δεν είναι φανερές στις «Αλπεις» ή στον «Κυνόδοντα», ο Λάνθιμος αποτελεί κομμάτι μιας γενιάς ελλήνων κινηματογραφιστών που μεγάλωσαν σε περίοδο βαθιάς και τρομακτικής κρίσης. Και το αίσθημα της δυσφορίας τού να ζεις σε συνθήκες κούφιων νοημάτων και αποκλεισμένων πιθανοτήτων στοιχειώνει τους χαρακτήρες του, ειδικά τους νεότερους». Πριν από τον «Κυνόδοντα» ο Λάνθιμος είχε ήδη σκηνοθετήσει μια πειραματική ταινία, την «Κινέττα» (2005), και πριν από αυτήν είχε συνσκηνοθετήσει με τον Λάκη Λαζόπουλο την κωμωδία «Ο καλύτερός μου φίλος…». Απόφοιτος της Σχολής Σταυράκου, ασχολήθηκε με τη διαφήμιση από 21 ετών («είναι ο μόνος τρόπος για να βγάλεις τα προς το ζην στην Ελλάδα» είχε πει παλιά στο «Βήμα»), ενώ στο ενεργητικό του έχει πολλά βιντεοκλίπ (συμπεριλαμβανομένου και ενός του Σάκη Ρουβά) αλλά και μια από τις πιο χαρακτηριστικές διαφημίσεις των τελευταίων χρόνων, με το παροιμιώδες σλόγκαν «Ρut the κοτ down».
Αλέξανδρος Αβρανάς
Εχοντας σπουδάσει γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών και με τον Aντονι Κραγκ στο Universität der Kunste του Βερολίνου, ο λαρισαίος σκηνοθέτης (γεννήθηκε το 1977) από το 2001 ως το 2008 συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με πολλές διακρίσεις. Η καριέρα του στον κινηματογράφο αρχίζει το 2003 αλλά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Without» (2007), δεν προβλήθηκε ποτέ στις αίθουσες παρά τη βράβευσή της στα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας. Εφέτος, με τη διπλή βράβευση της «Miss Violence» στο φεστιβάλ Βενετίας, πήρε το αίμα του πίσω και είναι βέβαιον ότι από εδώ και στο εξής κάθε νέα ταινία του θα είναι γεγονός σε κάποιο φεστιβάλ. Είναι όμως συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης. «Εχω εμπιστοσύνη στους Ελληνες και πιστεύω ότι η «Miss Violence» θα καταφέρει να επικοινωνήσει» είπε χαρακτηριστικά εφέτος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Δεν περιμένω να σηκωθούν όρθιοι και να χειροκροτούν γιατί είναι μια ταινία που σε παγώνει. Πιστεύω όμως ότι ο Ελληνας είναι σε φάση που θέλει να του πεις την αλήθεια, να ξέρει περί τίνος πρόκειται».
Φίλιππος Τσίτος
Γεννήθηκε το 1966 στην Κυψέλη και το 1991 πήγε στο Βερολίνο να σπουδάσει σκηνοθεσία κινηματογράφου, έχοντας ήδη σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχοντας εργασθεί ως φωτογράφος, βοηθός σκηνοθέτη και παραγωγός του ραδιοφώνου. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Μy sweet home» προβλήθηκε εντός διαγωνισμού στο φεστιβάλ Βερολίνου και η δεύτερη, η «Ακαδημία Πλάτωνος», χάρισε στον Αντώνη Καφετζόπουλο το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, λίγους μόνον μήνες μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα» στις Κάννες. Τα τελευταία χρόνια η βάση του Φίλιππου Τσίτου είναι η Ελλάδα και η Γερµανία µαζί. Τρεις με τέσσερις µήνες τον χρόνο ζει στη Γερµανία κάνοντας δουλειές για την τηλεόραση. «Μετά το σίριαλ «Αµυνα ζώνης» και την «Ακαδηµία Πλάτωνος» γλυκάθηκα που δούλεψα στη γλώσσα µου και µε Ελληνες» είχε πει στο παρελθόν στο «Βήμα». «Διαπίστωσα µια πολύ διαφορετική χαρά για µένα, επειδή η επικοινωνία είναι για όλους πιο απλή αλλά και πιο βαθιά, χωρίς τη θολούρα της γλώσσας και της διαφορετικής κουλτούρας. Στην ουσία ζω από αυτά που κάνω εκεί (Γερμανία) αλλά ό,τι είµαι έγινε εδώ (Ελλάδα)».
Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη
Η σκηνοθέτρια του «Attenberg» αποφοίτησε από το Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας και Θεατρολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αργότερα υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών και του Ιδρύματος Fulbright για να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (1993, «Μaster of Αrts», Ρerformance Studies), στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστιν (1998, «Μaster of Fine Αrts» στην κινηματογραφική παραγωγή και στη σκηνοθεσία). Το 2001 γύρισε στην Αμερική την πειραματική ταινία «Τhe slow business of Going» και εννέα χρόνια αργότερα το «Attenberg» χάρισε στην ηθοποιό Αριάν Λαμπέντ το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας. Η Τσαγγάρη διατηρεί εξαιρετικές επαφές με την Αμερική, κάτι που φάνηκε από τη συμμετοχή της στην ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ «Πριν τα μεσάνυχτα» η οποία γυρίστηκε στην Ελλάδα και στην οποία η Τσαγγάρη εμφανίζεται ως ηθοποιός. Τελευταία προσωπική της δημιουργία είναι η μεσαίου μήκους ταινία «The capsule» η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα εκτός συναγωνισμού στο φεστιβάλ του Λοκάρνο.
Χρήστος Κωνσταντακόπουλος
Μέχρι πρόσφατα, εκτός από την γκρίνια περί κακών σεναρίων, ένα άλλο μείον της ελληνικής κινηματογραφίας ήταν η έλλειψη του σωστού παραγωγού. Ελειπε (ή, αν θέλετε, δεν έκανε και τόσο αισθητή την παρουσία του) ο παραγωγός με την ουσιαστική έννοια του όρου, αυτό δηλαδή που πριν από μερικές δεκαετίες ήταν ο Γιώργος Παπαλιός («Ο θίασος», «Τα χρώματα της ίριδος»). Ενας άνθρωπος που οφείλει να αναλαμβάνει όλες τις απαραίτητες εξωγενείς με τη δημιουργία διαδικασίες (κοινώς λάντζα και χρήμα) ώστε ο σκηνοθέτης να μπορέσει να κάνει αυτό που οφείλει: να… δημιουργήσει. Ολα αυτά μέχρι πρόσφατα. Διότι εδώ και μερικά χρόνια υπάρχει η Faliro House, μια κινηματογραφική εταιρεία που έχει στηρίξει εμπράκτως (και με χρήματα) μεγάλο μέρος όλου αυτού του νέου ελληνικού κύματος. Επικεφαλής της ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος, γιος του εφοπλιστή Βασίλη Κωνσταντακόπουλου. Ο Χ. Κωνσταντακόπουλος γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και είναι ο μικρότερος τριών αδελφών. Το σινεμά είναι το πάθος του και στη φιλμογραφία του ανήκουν όχι μόνον ελληνικές ταινίες («Miss Violence», «Attenberg», «Πρώτη ύλη», «L», «Το γάλα», «Artherapy», «Επικίνδυνες μαγειρικές») αλλά και ξένες, όπως το «Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους και το «Πριν τα μεσάνυχτα» του Ρ. Λινκλέιτερ, το οποίο διόλου τυχαία γυρίστηκε στη Μεσσηνία και στο Costa Navarino, δημιούργημα της οικογένειας Κωνσταντακόπουλου.
Weird cinema και γερμανική υποστήριξη
Οι διεθνείς επιτυχίες στους στενούς κύκλους των φεστιβάλ έχουν βάλει τα θεμέλια ώστε να συγκροτηθεί ένα νέο κύμα στον ελληνικό κινηματογράφο, το οποίο κάποιος ευφάνταστος κινηματογραφικός ρεπόρτερ στην Αγγλία βάφτισε ως «weird greek cinema» (παράξενο ελληνικό σινεμά). Ο «πιασάρικος» όρος (που εν πολλοίς οφείλεται στις αισθητικές ομοιότητες αυτών των ταινιών) ενοχλεί τους σκηνοθέτες που ανήκουν σε αυτό το «κλαμπ». Δεν τους αρέσει η λέξη weird. Η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη έχει εκφράσει δημοσίως την αντίθεσή της απέναντι στον όρο, όπως και προσφάτως ο Αλέξανδρος Αβρανάς. «Εγώ τέτοιες ταμπέλες με επιτυχίες από 2,5 ταινίες δεν δέχομαι» είπε εφέτος στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Φτάνει πια με τις ταμπέλες, αρκετά. Εχει τελειώσει η εποχή που γυαλίζαμε στιγμές, αρκετά τα ζήσαμε αυτά από τη δεκαετία του ’80. Φτάνει πια με την ωραιοποίηση των πραγμάτων».
Είτε όλες αυτές οι ταινίες δουλεύουν στην Ελλάδα είτε όχι (και συνήθως συμβαίνει το δεύτερο), είναι σημαντικό που η νοοτροπία των ελλήνων κινηματογραφιστών σχετίζεται πλέον με την «εξωστρεφή δημιουργία». Το αποδεικνύουν περίτρανα όχι μόνον με τις ταινίες τους αλλά και με τις εκδηλώσεις τους. Πυρήνας της διημερίδας Riding the Greek Wave που διοργανώθηκε πέρσι και εφέτος από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Υποτρόφων του Ιδρύματος Ωνάση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ήταν αυτή ακριβώς η έννοια της εξωστρέφειας που έφερε στην Ελλάδα γνώστες της κινηματογραφικής αγοράς από όλον τον κόσμο για να αναπτύξουν ιδέες και να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από φλέγοντα θέματα.
Η ειρωνεία είναι ότι από όλες τις χώρες του κόσμου η ελληνική κινηματογραφία έχει δεχθεί τη μεγαλύτερη βοήθεια από τη… Γερμανία. Ενας από τους περσινούς καλεσμένους ήταν ο Ντίτερ Κόσλικ, ο οποίος ως καλλιτεχνικός διευθυντής της κινηματογραφικής Μπερλινάλε έχει στηρίξει τα μέγιστα το ελληνικό σινεμά. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, στο φεστιβάλ Βερολίνου (που βρίσκεται στην τριάδα των μεγαλύτερων της Ευρώπης μαζί με των Καννών και της Βενετίας) έχουν παιχτεί πάρα πολλές ελληνικές ταινίες. Μόνον εφέτος παίχθηκαν τρεις: η «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου, η «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου και το «Στο λύκο» των Χριστίνας Κουτσοσπύρου και Αραν Χιουζ. Από το Πανόραμα του φεστιβάλ Βερολίνου όμως, εν έτει 2009 (και μάλιστα πριν από την εμφάνιση του «Κυνόδοντα» στις Κάννες) είχε ξεκινήσει η πορεία της «Στρέλλας» του Πάνου Χ. Κούτρα, η οποία ανήκει στις ταινίες που σημείωσαν πολύ καλή κίνηση και στις ελληνικές αίθουσες.
Η Μπερλινάλε εξακολουθεί να στηρίζει το ελληνικό σινεμά, όπως φάνηκε και από την πρόσφατη συμμετοχή του «Μικρού ψαριού» του Γ. Οικονομίδη στην προσεχή διοργάνωσή της και μάλιστα εντός συναγωνισμού. Η τελευταία φορά άλλωστε που διαγωνίστηκε ελληνική ταινία στο Βερολίνο ήταν το 2012, τα «Μετέωρα» του Χρήστου Σταθουλόπουλου.

«Το υψηλό διεθνές προφίλ των πρόσφατων ελληνικών ταινιών παρουσιάζει τον θησαυρό της δημιουργίας και το ταλέντο μιας νέας γενιάς ελλήνων κινηματογραφιστών»
είπε στο «Βήμα» ο Κόσλικ. «Εχω επίσης εντοπίσει την τάση του νέου κύματος να χειρίζεται θέματα που αντανακλούν την πραγματική κοινωνική και οικονομική κρίση της τοπικής κοινωνίας με έναν καλλιτεχνικό τρόπο που πείθει. Θέλουμε να υποστηρίξουμε το νέο ελληνικό σινεμά με νέες και εύκολες λύσεις στην αγορά συμπαραγωγών».
Στο Τορόντο τον περασμένο Σεπτέμβριο το ελληνικό σινεμά είχε εφέτος την τιμητική του. Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης (το σημαντικότερο της Βορείου Αμερικής και του Καναδά) υποδέχθηκε την Αθήνα ως τιμώμενη πόλη στην καθιερωμένη ενότητα «City to City» όπου στο παρελθόν είχαν τιμηθεί το Τελ Αβίβ, η Κωνσταντινούπολη, το Μπουένος Αϊρες και το Μουμπάι. Προβλήθηκαν δέκα ελληνικές ταινίες: «September», «Wasted Youth», «Wild Duck», «Miss Violence», «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», «Στο λύκο», «Αδικος κόσμος», «H κόρη», «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Γιώργου Σερβετά και «J.A.C.E.» του Μενέλαου Καραμαγγιώλη.

«Η συνεπής παρουσία των ελληνικών ταινιών στα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνει το διεθνές ενδιαφέρον σε έναν νέο ελληνικό κινηματογράφο που εξελίσσεται με πολύ καλές προοπτικές, κερδίζοντας την προσοχή του κοινού και αποσπώντας θετικές κριτικές, καθώς και σημαντικά βραβεία»
είπε ο Δημήτρης Εϊπίδης, που εκτός από καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι επίσης επικεφαλής διεθνούς προγράμματος του Φεστιβάλ του Τορόντο.
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αυτό που άλλαξε αφορά κυρίως τους φεστιβαλικούς κύκλους. Ορισμένες φορές έχεις την αίσθηση ότι οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες γυρίζονται με βασικό στόχο κάποιο διεθνές φεστιβάλ. Από εκεί και πέρα; Ασφαλώς και παίζονται στις αίθουσες ξένων χωρών, καθώς επίσης πωλούνται σε τηλεοπτικές αγορές. Αναπόφευκτα όμως αντιμετωπίζονται ως «εξωτικές εκκεντρικότητες» απασχολώντας ένα μικρό, σινεφίλ κοινό. Οπως κατά αναλογία συμβαίνει και στην Ελλάδα.
Παράδειγμα το σχόλιο των «Times» της Νέας Υόρκης για την ταινία «Attenberg» της Τσαγγάρη που μετά την περιορισμένη διανομή της στη Νέα Υόρκη την κατέταξε στις «καλύτερες ταινίες του 2012 που ενδεχομένως δεν είδατε».
Ο θρίαμβος των φεστιβάλ
Οσο όμως εντός ελληνικών συνόρων η συντριπτική πλειονότητα των εγχώριων αβανγκάρντ παραγωγών αφήνει παγερά αδιάφορο το κοινό άλλο τόσο αυτό το –ας το πούμε «εναλλακτικό» –σινεμά διαπρέπει στο εξωτερικό. ‘Η καλύτερα στα φεστιβάλ του εξωτερικού. Οι επιτυχίες είναι απανωτές, επομένως το ενδιαφέρον αυξημένο.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου Φεστιβάλ Βενετίας δύο ήταν τα πράγματα σχετικά με την Ελλάδα που ενδιέφεραν τους δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο με τους οποίους τις πρώτες ημέρες συνομίλησα. Πέραν της ερώτησης «πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα;» που εδώ και χρόνια μου κάνουν, πολλοί ρωτούσαν «αν η «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά είναι καλή ταινία». Η δεύτερη ερώτηση μου θύμισε ένα παρόμοιο περιστατικό στο φεστιβάλ της ίδιας πόλης το 2011, όταν παιζόταν η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Αλπεις». Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι οι ξένοι συνάδελφοι δεν ρωτούν πλέον για «την ελληνική ταινία» αλλά χρησιμοποιούν συγκεκριμένα ονόματα σκηνοθετών. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν παλιά όταν η ερώτηση για το έργο οποιουδήποτε έλληνα σκηνοθέτη πλην του Θόδωρου Αγγελόπουλου ήταν «πώς είναι η ελληνική ταινία σας». Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Σκηνοθέτες όπως ο Λάνθιμος, ο Αβρανάς, η Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη («Attenberg») και ο Φίλιππος Τσίτος («Ακαδημία Πλάτωνος», «Αδικος κόσμος») ανήκουν σε μια γενιά «brand names». Είναι οι σκηνοθέτες-σταρ των διεθνών φεστιβάλ και οι πρώτοι Ελληνες που καταφέρνουν κάτι τέτοιο από την εποχή του Μιχάλη Κακογιάννη και του Αγγελόπουλου.
Ο Γιώργος Λάνθιμος σίγουρα βρίσκεται ένα σκαλί πάνω από όλους τους συναδέλφους του εφόσον κέρδισε τη μεγαλύτερη διάκριση που έχει γευτεί έλληνας σκηνοθέτης τα τελευταία 35 χρόνια: μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για τον «Κυνόδοντα». Προβολή σε μεγάλα ή μεσαία διεθνή φεστιβάλ είχαν εκτός των άλλων επίσης οι ταινίες «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, «Wasted youth» των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ, «Μέσα στο δάσος» του Αγγελου Φραντζή, «L» του Μπάμπη Μακρίδη, «Lutton» του Μιχάλη Κωνσταντάτου και «September» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου.
Η «Μικρά Αγγλία» και οι άλλες
Παραπάνω από 30 ελληνικής παραγωγής ταινίες μεγάλου μήκους, η κατασκευή των οποίων ισοδυναμεί με αμέτρητες εργατοώρες, έκαναν την εμφάνισή τους στις αίθουσες της χώρας μας από τον Ιανουάριο ως και τον Δεκέμβριο της χρονιάς που οδεύει προς το τέλος της. Νούμερο το λιγότερο υπερβολικό, αν λάβει κανείς υπόψη του την οικονομική κρίση από την οποία τα τελευταία χρόνια υποφέρει όλη η Ελλάδα –πόσω μάλλον ο πολιτισμός της.
Το πρώτο πράγμα που έκπληκτος σου έρχεται να πεις μπροστά σε αυτή την πληθώρα κινηματογραφικής παραγωγής και τίτλων είναι «μωρέ μπράβο!». Οντως. Ενα μεγάλο μπράβο το αξίζουν όλοι οι άνθρωποι του χώρου, επώνυμοι και ανώνυμοι, που στις περισσότερες περιπτώσεις αγωνίστηκαν σκληρά, χωρίς κρατική υποστήριξη, χωρίς υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς Κέντρο Κινηματογράφου και με ελάχιστα χρήματα από εδώ κι από εκεί.
Αυτό που λέμε «χωρίς κέρδος κέρατα».
Είναι όμως στ’ αλήθεια η Ελλάδα μια χώρα με πλούσια κινηματογραφική παραγωγή ή μήπως το αποτέλεσμα είναι περισσότερο μια εικονική πραγματικότητα; Οσο αληθές είναι ότι οι 30 και βάλε ταινίες γυρίστηκαν και παίχθηκαν στις αίθουσες, άλλο τόσο αληθές είναι ότι, μιλώντας με καθαρά εμπορικούς όρους, στην πλειονότητά τους, είτε παίχθηκαν είτε όχι στην Ελλάδα, το ίδιο και το αυτό.
Για του λόγου το ασφαλές, από όλες αυτές τις ταινίες του 2013 μόλις δύο κατάφεραν να προκαλέσουν πραγματική αίσθηση και –το κυριότερο –να κόψουν εισιτήρια. Αν προστεθούν όλα μαζί τα εισιτήρια των υπολοίπων (στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η εξίσου καλή ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου «Ο εχθρός μου», που όμως δεν βρήκε το κοινό που της άξιζε) δεν θα καταφέρουν να πλησιάσουν εκείνα που έκοψε η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη το πρώτο τετραήμερο προβολής της, τα οποία ήταν περίπου 60.000 (τη δεύτερη εβδομάδα, σύμφωνα με την εταιρεία διανομής Feelgood Entertainment, είχαν ξεπεράσει τα 130.000).
Οσον αφορά τη δεύτερη κινηματογραφική επιτυχία στην οποία αναφέρομαι, μπορεί μεν ο περισσότερος κόσμος να την έχει ήδη ξεχάσει (κάτι που σίγουρα δεν θα γίνει με τη «Μικρά Αγγλία»), είναι αλήθεια όμως ότι εκείνο το εφηβικό φιλμάκι ονόματι «Η αγάπη έρχεται στο τέλος» του Βασίλη Κεχαγιά έκανε τρομερή αίσθηση όταν πρωτοπροβλήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο χάρη κυρίως στο ευφυές μάρκετινγκ που το στήριξε: η ταινία διανεμήθηκε την Ημέρα των Ερωτευμένων και ενώ είχε ήδη γίνει γνωστή με την πολύτιμη συνδρομή της σοκολάτας Lacta που τη διέδωσε παντού μέσω της σελίδας της στο Facebook!
Φεστιβάλ και βραβεία 2009-2013


Παρουσίες και διακρίσεις στο εξωτερικό

Μάιος 2009, Κάννες
«Κυνόδοντας», Γιώργος Λάνθιμος. Βραβείο Un Certain Regard
Αύγουστος 2009, Λοκάρνο
«Ακαδημία Πλάτωνος», Φίλιππος Τσίτος. Αργυρή Λεοπάρδαλη ανδρικής ερμηνείας (Αντώνης Καφετζόπουλος)
Σεπτέμβριος 2010, Βενετία
«Attenberg», Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Αριάν Λαμπέντ)
Σεπτέμβριος 2011, Βενετία
«Αλπεις», Γ. Λάνθιμος. Βραβείο σεναρίου (Γ. Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου)
Σεπτέμβριος 2011, Σαν Σεμπαστιάν
«Αδικος κόσμος», Φ. Τσίτος. Βραβείο σκηνοθεσίας, βραβείο ανδρικής ερμηνείας (Αντώνης Καφετζόπουλος)
Ιούλιος 2012, Κάρλοβι Βάρι
«Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», Εκτορας Λυγίζος. Μνεία για την ερμηνεία του Γιάννη Παπαδόπουλου
Σεπτέμβριος 2012, Βενετία
«Τίτλοι τέλους», Γιώργος Ζώης. European Film Awards για καλύτερη μικρού μήκους ταινία
Σεπτέμβριος 2013, Βενετία
«Miss Violence», Αλέξανδρος Αβρανάς. Αργυρός Λέοντας σκηνοθεσίας, Copa Volpi ανδρικής ερμηνείας (Θέμης Πάνου)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ