{{{ moto }}}
Η τελευταία κινηματογραφική εκδοχή του μυθιστορήματος «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» είναι ένα πληθωρικό υπερθέαμα βουτηγμένο στη μέθη της σύγχρονης μουσικής και σε πισίνες σαμπάνιας. Χορταίνεις να το βλέπεις έστω και αν οι εικόνες του σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν τοποθετούν σε δεύτερο πλάνο την εσωτερικότητα των σελίδων του συγγραφέα.

«Εκείνο τον καιρό πίναμε πολύ» λέει ο Νικ Κάραγουεϊ (Τόμπι Μαγκουάιρ), ο αφηγητής της τελευταίας κινηματογραφικής εκδοχής του μυθιστορήματος «Ο υπέροχος Γκάτσμπι». «Συντονιζόμασταν στην εποχή μας. Και τίποτε καινούργιο δεν συνέβαινε».

Η εποχή στην οποία ο Κάραγουεϊ αναφέρεται είναι βεβαίως η δεκαετία του 1920, όταν στις αρχές της, το πνεύμα του συγγραφέα Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ συνέλαβε την δημιουργία του «Υπέροχου Γκάτσμπυ». Στη Νέα Υόρκη η μουσική έπαιζε στην διαπασών. Τα κτίρια ήταν ψηλότερα. Το ποτό φτηνό. Ηταν η εποχή της εξαλλοσύνης, ήταν η jazz age. Ολοι ζούσαν στην ευδαιμονία.

Αλλά στην πραγματικότητα τίποτε καινούργιο δεν συνέβαινε.

Με την εξαίρεση του Τζέι Γκάτσμπυ. Αυτός ο άγνωστης προέλευσης τυχοδιώκτης, ο φαντομάς που ήρθε από το πουθενά, ένας πάμπλουτος, όμορφος, αθλητικός τύπος που κανείς δεν γνώριζε από πού κρατά η σκούφια του. Ο Γκάτσμπυ έδωσε ζωή στα πλούσια προάστια του Λονγκ Αϊλαντ. Δεν ήσουν «in» αν δεν περνούσες από ένα πάρτυ του στο παλάτι του στην δυτική πλευρά του κόλπου Εγκ στο Λονγκ Αϊλαντ.

Πίσω όμως από την στιλπνή εικόνα ενός νεόπλουτου απατεώνα που δεν ήταν γαλαζοαίματος αριστοκράτης όπως οι Μπιουκάναν απέναντί του στο Ανατολικό Εγκ, ο Γκάτσμπυ στόχευε αλλού. Η εικόνα που έβγαζε προς τα έξω δεν ήταν παρά μια βιτρίνα της πραγματικότητας. Η απόκτηση του χρήματος ήταν για εκείνον ο τρόπος για να βρεθεί κοντά στο πιο πολύτιμο αγαθό του. Την αγκαλιά της γυναίκας της ζωής του (Κάρεϊ Μάλιγκαν) η οποία βρίσκεται στην κατοχή του αριστοκράτη Τομ Μπιουκάναν (Τζόελ Ετζερτον). Του αληθινού γαλαζοαίματου, του παραδοσιακού πλουτοκράτη.

Ο έρωτας λοιπόν. Ναι, ο Γκάτσμπυ ήθελε τον απόλυτο, τον πιο αγνό, τον πιο αμόλυντο έρωτα. Γι’ αυτό και η ιστορία του άφησε εποχή στην λογοτεχνία. Ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ θεωρείται το απόλυτο Αμερικανικό μυθιστόρημα, ίσως επειδή ο Γκάτσμπυ με τον τρόπο του ήταν ένας γνήσιος φορέας ελπίδας. Η’ όπως το τοποθετεί ο φίλος του ο Κάραγουεϊ, το «μοναδικό τόσο ελπιδοφόρο άτομο που συνάντησα ποτέ στην ζωή μου.»

Ο Μπαζ Λούρμαν σέβεται το μυθιστόρημα και προσπαθεί να ανιχνεύσει όσο το δυνατόν πιο εξονυχιστικά τον αντιήρωα του Φιτζέραλντ. Εχοντας στην διάθεσή του έναν Λεονάρντο Ντι Κάπριο σε απίστευτη φόρμα, ως ενός σημείου τα καταφέρνει. Παρακολουθώντας την ταινία νιώθεις κι εσύ το κενό του Γκάτσμπι, όπως νιώθεις την αγωνία να κατακτήσει αυτό που θέλει αλλά και την συγκρατημένη οργή του που ενδεχομένως να αγγίζει την παράνοια.

Ομως αν κάτι πραγματικά ενθουσιάζει τον αυστραλό σκηνοθέτη είναι το στήσιμο και η εικονογράφηση μιας ολόκληρης εποχής. Αφήνει ελεύθερη την κάμερα να ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα τους ορόφους, να βουτά στις πισίνες και να βγαίνει από τις… μπουκάλες με την σαμπάνια. Η υπερβολή πιάνει κόκκινο αν και περιέργως, αυτό δεν σε ενοχλεί στο ελάχιστο. Τουναντίον είναι συναρπαστικό να βλέπεις το 3D να λειτουργεί τόσο καλά σε μια ταινία περιόδου.

Την ίδια ώρα, όπως είχε συμβεί και στο «Μουλέν Ρουζ», η φαντασία του Λούρμαν οργιάζει σε ότι αφορά την μουσική σύλληψη της ταινίας. Η τζαζ του Μπράιαν Φέρι και της ορχήστρας του συνδυάζεται αρμονικά με την rap του… JAY Z και τα μουσικά θέματα του Κρεγκ Αρμστρονγκ.

Το κάστρο του Γκάτσμπυ όπου ο τσάρλεστον χορός και η μεθυστική υστερία των πάρτι δίνουν και παίρνουν διαμορφώνουν το περιβάλλον ενός τραγικού παραμυθιού πρωταγωνιστής του οποίου είναι ένας σκοτεινός ιππότης με φωτεινή καρδιά. Νιφάδες χιονιού, σαμπάνια και κομφετί σε 3D έτσι ώστε ο θεατής να νιώσει συμμέτοχος αυτής της εξαλλοσύνης_ πίσω από την οποία κρύβεται η απόλυτη ματαιότητα.

Γιατί ο Γκάτσμπυ τελικά θα καταλάβει ότι ακόμα και τα πιο λαμπερά όμορφα πράγματα ξεθωριάζουν και δεν επιστρέφουν ποτέ όπως ήταν.

Βαθμολογία: 3

Αίθουσες (ΣΕ 2D KAI 3D): ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE ODEON KOSMOPOLIS MAΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY STER ILION – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS 4ΓΛΥΦΑΔΑ – ΝΑΝΑ – ΑΕΛΛΩ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΦΛΟΙΣΒΟΣ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ Ν.ΗΡΑΚΛΕΙΟ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΦΟΙΒΟΣ – ΣΙΝΕΑΚ ΠΕΙΡΑΙΑΣ – ΙΝΤΕΑΛ – ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER – ΟΛΥΜΠΙΟΝ



Υπεροπτική αλλά μήπως είχε δίκιο;

«Χάνα Αρεντ» («Hanna Arendt», Γερμανία, 2012) της Μαργκαρέτε φον Τρότα, με τους Μπάρμπαρα Σούκοβα, Αξελ Μίλμπεργκ, Τζάνετ Μακ Τίρ

Το σημαντικότερο κομμάτι του βίου της γερμανοεβραίας φιλοσόφου Χάνα Αρεντ (1906 –1975) είναι το θέμα της τελευταίας ταινίας της έμπειρης γερμανίδας σκηνοθέτριας Μαργκαρέτε Φον Τρότα. Το φιλμ τοποθετείται στην Αμερική και το Ισραήλ των αρχών της δεκαετίας του 1960 όταν η Αρεντ, κάτοικος Νέας Υόρκης ανέλαβε για λογαριασμό του περιοδικού The New Yorker, να καλύψει την δίκη του εγκληματία πολέμου, ναζιστή Αντολφ Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ.

Ενώ όμως με την φαντασία της η Αρεντ πίστευε ότι θα δει ένα ανθρωπόμορφο τέρας, προς έκπληξή της διαπίστωσε ότι ο ναζιστής εγκληματίας πολέμου δεν ήταν παρά μια μετριότητα, ένας συνηθισμένος, σχολαστικός γραφειοκράτης που λειτουργούσε βάση οδηγιών. Κάνοντας μια διατριβή στο Κακό, η Αρεντ υποστήριξε ότι ο Αίχαμν ήταν ένας κανένας διότι δεν είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί. Αρα «οι κανένες είναι οι πιο επικίνδυνοι».

Οι παρατηρήσεις και οι σκέψεις της καταγράφηκαν στο πιο διάσημο αλλά και το πιο αμφιλεγόμενο έργο της που αρχικώς δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες στο New Yorker προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων.

Αν και στην περίπτωση αυτής της ταινίας, το θέμα είναι που προκαλεί αυτομάτως το ενδιαφέρον (κυρίως από ιστορικής πλευράς) η Φον Τρότα με την βοήθεια της Μπάρμπαρα Σούκοβα καταφέρνει να περάσει την δική της γνώμη για το πρόσωπο που την απασχολεί, χωρίς ποτέ να το αγιοποιήσει.

Η Αρεντ αυτής της ταινίας είναι μια μάλλον ψυχρή, απόμακρη και πανέξυπνη γυναίκα που δεν εκδηλώνεται ποτέ, που συνέχεια καπνίζει και που μπορεί να αγγίξει την αλαζονεία ενώ μιλά. Οταν ο εκδότης του New Yorker της επισημαίνει ότι οι αναγνώστες του περιοδικού δεν είναι γνώστες των αρχαίων ελληνικών που χρησιμοποιεί στο κείμενο εκείνη απαντά με ύφος υπεροψίας «κακώς. Θα πρέπει να μάθουν». Ηταν όμως και μια εξαιρετικά θαρραλέα γυναίκα η οποία τεκμηρίωσε την άποψή της υποστηρίζοντας ότι ο Αϊχμαν λειτούργησε περισσότερο ως γραφειοκράτης και ότι η εβραϊκή ηγεσία είχε επίσης ευθύνη για το Ολοκαύτωμα διότι δεν λειτούργησε όπως θα όφειλε.

Βαθμολογία: 3

Αίθουσες: ΑΘΗΝΑΙΑ – ΔΑΝΑΟΣ – ΑΙΓΛΗ – CINE CAPITOL – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ



Αξιόλογο ντοκυμαντέρ

«Ο μανάβης» (Ελλάδα, 2012) ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου.

Στο διάρκειας 90′ ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου παρακολουθούμε την ζωή του κυρ-Νίκου, ενός περιπλανώμενου ο πωλητή προϊόντων στη νοτιοδυτική Πίνδο. Από το 1980, όταν επέστρεψε από τη Γερμανία, ως και σήμερα, μια φορά την εβδομάδα ο κυρ- Νίκος «οργώνει» με το φορτηγό του τη νοτιοδυτική πλευρά της Πίνδου εξυπηρετώντας τους κατοίκους συγκεκριμένων χωριών. Ο Νίκος Αναστασίου (όπως είναι το πλήρες όνομά του) ήθελε από την αρχή να γίνει μανάβης. Πήγε άλλωστε στη Γερμανία μαζί με τη γυναίκα του Σοφία για να δουλέψουν επί ενάμιση χρόνο στη φάμπρικα προκειμένου με τις οικονομίες τους να αγοράσουν το φορτηγό του.

Αναλόγως με την εποχή, σε αυτό το φορτηγό θα βρεις κάθε είδους οπωροκηπευτικό – αν και ο κυρ-Νίκος δέχεται επίσης παραγγελίες για άλλου είδους προϊόντα. Εκτός από τη χειροδύναμη κυρα-Σοφία που επί σειρά ετών στέκεται ακούραστη στο πλευρό του, τον κυρ-Νίκο βοηθούν πλέον και οι δυο γιοι του, ο Κώστας (ο μεγαλύτερος) και ο Θύμιος.

Η αναχώρηση του φορτηγού γίνεται πάντα από τα Τρίκαλα και από εκεί, ο μανάβης αποκτά συνάμα τον ρόλο του ξεναγού μας που θα μας μεταφέρει στον άγνωστο κόσμο της όμορφης ορεινής υπαίθρου. Ο μανάβης πίνει πάντα το αγαπημένο του νερό από μια συγκεκριμένη πηγή μεταξύ Βαθυρεύματος και Μεσοχώρας και όποτε πλησιάζει σε κάποιο χωριό, από τα μεγάφωνα του φορτηγού του ακούγεται κάποιο λαϊκό τραγούδι γραμμένο στη δεκαετία του ’80. Τα τραγούδια των Τέλη Λιάκου και Χρήστου Φωτίου είναι πάντα τα ίδια, μεταγραμμένα πλέον σε CD από μια ταλαιπωρημένη κασέτα που ο μανάβης χρησιμοποιούσε επί χρόνια.

Οι σταθμοί του ταξιδιού είναι πάντα οι ίδιοι. Τα Στουρναρέικα, το Βαθύρευμα, η Νέα Πεύκη, η Μεσοχώρα, ο Αετός, η Κορυφή, το Παχτούρι. Χωριά κρυμμένα μέσα στην άγρια φύση της νοτιοδυτικής Πίνδου και με ελάχιστους κατοίκους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού κατά τη διάρκεια του χειμώνα. «Χωριά που είναι παιδικοί σταθμοί το καλοκαίρι αλλά ψυχούλα δεν έχουν τον χειμώνα» όπως ακούμε στο εξαιρετικό ντοκυμαντέρ του Κουτσιαμπασάκου που συγκινεί με την ανθρωπιά και την απλότητά του. Παρακολουθώντας την διαδρομή του μικροπωλητή ο σκηνοθέτης πετυχαίνει μια ουσιαστική χαρτογράφηση της περιοχής πλάθοντας μέσα από τα πρόσωπα των κατοίκων της ήρωες που θα ζήλευε ακόμα και μια ταινία μυθοπλασίας!

Βαθμολογία: 3

Αίθουσες: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ



Ολα για την Γέρου

«Μικρές εξεγέρσεις» (Ελλάδα, 2011) του Κυριάκου Κατζουράκη με τους Κάτια Γέρου, Αρτό Απαρτιάν κ.α.

Με φόντο ένα χωριό της Βορείου Ελλάδας, η Κάτια Γέρου υποδύεται την καταπιεσμένη αλλά ανήσυχη σύζυγο ενός άξεστου και υπόπτων διασυνδέσεων χωριάτη (Αρτό Απαρτιάν), η οποία ζει σε έναν δικό της κόσμο ενώ προσπαθεί να βρει διεξόδους για να δώσει ανάσες στην μίζερη καθημερινότητά της. Αρχικώς την βλέπουμε να συμμετέχει ως ερασιτέχνης ηθοποιός στις παραστάσεις ενός θιάσου, αργότερα πέφτει στην αγκαλιά ενός νεώτερού της ζωγράφου ο οποίος την φλερτάρει ενώ αναζητεί με πάθος τοιχογραφίες του ξεχασμένου ζωγράφου του 13ου αιώνα Εμμανουήλ Πανσέληνου.

Το πιο ενδιαφέρον πρόσωπο της ιστορίας είναι σίγουρα η απελπισμένη αυτή γυναίκα με το τραυματισμένο παρελθόν, το ανύπαρκτο παρόν και το αβέβαιο μέλλον. Ο Κυριάκος Κατζουράκης επενδύει πολλά στην Γέρου ενώ επιχειρεί να συνδυάσει το ρομάντζο, το ψυχολογικό δράμα ακόμα και το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Όμως η επιμέρους ιστορία του Πανσέληνου ποτέ δεν βρίσκει την ακριβή θέση της σε αυτή την ευαίσθητη ταινία, η οποία μπορεί να μην «στέκεται» ως σύνολο, έχει όμως πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές.

Βαθμολογία: 2

Αίθουσες: ΤΙΤΑΝΙΑ – ΖΕΦΥΡΟΣ