Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου
Πολεμικές οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα.
Ψάχνοντας την ηθική και υλική δικαίωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2015,
σελ. 558, τιμή 26,63 ευρώ

Το 1936, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, ο υπουργός Προπαγάνδας του Γ’ Ράιχ Γιόζεφ Γκέμπελς αναλυόταν σε ύμνους μπροστά στη θέα της Ακρόπολης: «Ενα από τα πιο όμορφα και πιο βαθιά πρωινά της ζωής μου. Επάνω στην Ακρόπολη… Εδώ η ζωή, ο Θεός και η τέχνη γίνονται ένα». Και δεν αρκείται σ’ αυτά αλλά προσθέτει: «Η ατμόσφαιρα στην Αθήνα είναι απερίγραπτη. Μια μαγευτική εικόνα χωρίς προηγούμενο. Οι άνθρωποι είναι πολύ συμπαθητικοί… Η ψυχή μου είναι γεμάτη από την ομορφιά». Πέντε χρόνια αργότερα τα ναζιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα και επέβαλαν τριπλή κατοχή (Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων). Θα προέβαιναν σε πρωτοφανείς αγριότητες, θα αφαιρούσαν το μεγαλύτερο μέρος του παραγωγικού πλούτου της χώρας, θα κατέστρεφαν τις υποδομές της και θα εξανάγκαζαν την ελληνική κατοχική κυβέρνηση να τους χορηγήσει ένα δάνειο το οποίο χρησιμοποίησαν όχι μόνο για να καλύψουν το κόστος της κατοχής αλλά εν μέρει και για να χρηματοδοτήσουν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις στη Μεσόγειο.

Το δάνειο εκείνο η σημερινή ενωμένη Γερμανία με διάφορες δικαιολογίες αρνείται να το αποπληρώσει, όπως και το κόστος των πολεμικών επανορθώσεων, για τις οποίες κατέβαλε ασήμαντα ποσά.
Το θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα για να θυμίσει στις νεότερες γενιές τι συνέβη στην Κατοχή, τι κόστος σε ανθρώπινες ζωές και τεράστιες υλικές ζημιές πλήρωσε η Ελλάδα.
Εχουν περάσει 70 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το ζήτημα του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων παραμένει ανοιχτό. Πολλά και διάφορα έχουν γραφτεί τον τελευταίο καιρό, γι’ αυτό και είναι χρήσιμο να παραθέσουμε το τι έλαβε ως σήμερα η Ελλάδα από καθεμιά χώρα κατοχής, όπως τα παραθέτει στη μελέτη της Πολεμικές οφειλές και εγκληματίες πολέμου στην Ελλάδα η νεότερη ιστορικός Δέσποινα-Γεωργία Κωνσταντινάκου:
Από τη Γερμανία: 25.071.010 δολάρια για επανορθώσεις, όχι όμως σε χρήμα αλλά σε μηχανολογικό κατά κύριο λόγο εξοπλισμό, 115 εκατ. μάρκα για την αποζημίωση των θυμάτων του εθνικοσοσιαλισμού σε όλη την Ελλάδα και 695.000 μάρκα σε εταιρείες ως αποζημίωση για κατασχεμένα αγαθά. (Το μεγαλύτερο μέρος από τα τελευταία το καρπώθηκε έλληνας δωσίλογος, πρώην συνεργάτης των Γερμανών, λέει η Κωνσταντινάκου χωρίς να τον κατονομάζει.) Και, τέλος, 4,8 εκατ. μάρκα για αποζημίωση των καπνεμπόρων, οι οποίοι όμως ουδέποτε αποζημιώθηκαν.
Από την Ιταλία: 105 εκατ. δολάρια ως επανορθώσεις τα οποία καταβλήθηκαν υπό μορφή αγαθών και υπηρεσιών και 5 εκατ. δολάρια για αποζημίωση ελλήνων υπηκόων μόνο για υλικές ζημιές.
Από τα 45 εκατ. δολάρια που η Διάσκεψη Ειρήνης το 1946 επεδίκασε στη Βουλγαρία, οι Βούλγαροι, αφού πέρασαν 17 χρόνια, κατέβαλαν μόλις 7 εκατ. δολάρια.

Αλλαγή συμμαχιών


Ανατρέχοντας στις αρχειακές πηγές, όχι μόνο δημοσιευμένες αλλά και αδημοσίευτες (στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ), η Κωνσταντινάκου έγραψε μια εξαιρετικά εμπεριστατωμένη συγκριτική επιστημονική μελέτη όπου παρουσιάζει στο σύνολό της την πολιτική που ακολουθήθηκε τόσο σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση των πολεμικών οφειλών όσο και την ποινική δίωξη των εγκληματιών πολέμου. Είναι άλλωστε ζητήματα αλληλένδετα. Βεβαίως, δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς πως υπήρχαν αρχεία που χάθηκαν (χωρίς αυτό να μειώνει την αξία της παρούσας μελέτης). Πέραν όμως τούτου, πρόκειται για βιβλίο που δεν αφορά μόνο τους ειδικούς επιστήμονες. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού πολλά από τα θύματα ζουν ακόμη χωρίς να έχουν δικαιωθεί. Η τριπλή κατοχή και ο Εμφύλιος ήταν το δεύτερο μεγάλο δράμα του Ελληνισμού μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τι συνέβη τα 70 χρόνια που πέρασαν από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Στο θέμα των διεκδικήσεων η ελληνική Πολιτεία προέβη άραγε στις επιβαλλόμενες ενέργειες; Και αν ναι, γιατί οι αποζημιώσεις που έλαβε είναι εμφανώς κατώτερες από τις αντίστοιχες άλλων χωρών; Οι λεπτομερείς αναφορές της συγγραφέως στην πολιτική της διεκδίκησης των αποζημιώσεων, όπως και των ποινικών διώξεων, που ακολουθήθηκε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική αυτή ήταν αντιφατική, ότι υπαγορεύθηκε από τις εκάστοτε συγκυρίες και ότι τεράστιο ρόλο έπαιξε ο Ψυχρός Πόλεμος εξαιτίας του οποίου άλλαξε ο συσχετισμός μεταξύ εχθρών και συμμάχων.
Οι μεγάλες σφαγές


Τις μεγαλύτερες σφαγές της Βέρμαχτ τις είχαμε στο Κομμένο της Αρτας (16.8.1943), στα Καλάβρυτα (13.12.1943), στην Κλεισούρα της Καστοριάς (5.4.1944) και στο Δίστομο (10.6.1944). Αλλά μολονότι οι ειδεχθέστερες, δεν ήταν οι μόνες. Με λεηλασίες, καταστροφές και εκτελέσεις βαρύνονται τόσο οι Ιταλοί όσο και οι Βούλγαροι.
Η συγγραφέας παραθέτοντας στοιχεία επιχειρεί να διαλύσει τον μύθο του «καλού ιταλού» στρατιώτη. «Η πραγματικότητα» γράφει «είναι πως και τα ιταλικά στρατεύματα υιοθέτησαν τις τακτικές των συμμάχων τους. Ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο της ιταλικής κατοχής που έληξε με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (σ.σ.: στις 8 Σεπτεμβρίου 1943) σε μια προσπάθεια καταπολέμησης των ανταρτικών ομάδων και ανάκτησης του ελέγχου περιοχών που είχαν περάσει στην περιοχή των ανταρτών, η εφαρμογή αντιποίνων πήρε τόσο έντονο και συστηματικό χαρακτήρα που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε να προκαλέσει μέχρι και την αντίδραση των Γερμανών».
Και άλλοι ιστορικοί έχουν την ίδια άποψη με την Κωνσταντινάκου. Χαρακτηριστική λ.χ. είναι η σφαγή στο χωριό Δομένικο του Νομού Λαρίσης, όπου στις 13 Φεβρουαρίου 1943 ιταλοί στρατιώτες εισέβαλαν, το έκαψαν και εκτέλεσαν 140 κατοίκους. Οι αγριότητες των Βουλγάρων ήταν παρόμοιες, με γνωστότερη την εκτέλεση στο Δοξάτο της Δράμας 200 αθώων κατοίκων. Το σύνολο όμως των θυμάτων στην ευρύτερη περιοχή ξεπερνά τις 3.000.
Οι Βούλγαροι δεν «αρκέστηκαν» σ’ αυτά αλλά προσπάθησαν να επιτύχουν και τον εκβουλγαρισμό στη δική τους ζώνη κατοχής (Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, πλην του Νομού Εβρου, που ήταν στην κατοχή των Γερμανών). Με το τέλος του πολέμου αποχωρώντας πήραν μαζί τους ομήρους ώστε να περάσουν ασφαλείς τα σύνορα και να μην υποστούν επιθέσεις από τα ανταρτικά σώματα του ΕΛΑΣ. (Ανάμεσα στους ομήρους ήταν και ο πατέρας του γράφοντος που τον μετέφεραν στη Βουλγαρία, από όπου κατάφερε να δραπετεύσει.)
Τα θύματα των γερμανικών αρχών κατοχής ως σήμερα έχουν λάβει μικρό μέρος της αποζημίωσης που δικαιούνται. Δεν έπαψαν όμως ποτέ να διεκδικούν είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο το υπόλοιπο της αποζημίωσης αυτής και να ζητούν από το ελληνικό κράτος να θέσει εκ νέου το θέμα στον ΟΗΕ.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις για χρόνια υποστήριζαν πως μέχρι να παύσει η ισχύς του Συμφώνου του Λονδίνου που προέβλεπε πως το θέμα δεν μπορούσε να τεθεί πριν από την επανένωση των δύο Γερμανιών αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Αλλά και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την επανένωση των δύο Γερμανιών οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν ανακίνησαν το ζήτημα επειδή δεν ήθελαν να συγκρουστούν με μία από τις ισχυρότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η απροθυμία είχε ως αποτέλεσμα μόλις πρόσφατα το ελληνικό κράτος να προβεί σε ανάλυση και καταγραφή του ύψους της οφειλής. Η διεκδίκηση σήμερα, που έχουν περάσει τόσα χρόνια, είναι μια υπόθεση εξαιρετικά δύσκολη. Η νομική της βάση εμφανίζεται αμφισβητούμενη και το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό.
Εκτός όμως από το πρακτικό υπάρχει και το ηθικό μέρος. Η Κωνσταντινάκου καταλήγει γράφοντας ότι «το ευκταίο θα ήταν η λύση να μπορούσε να προκύψει στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης καθώς μια λύση που θα στηριζόταν στη βάση της αμοιβαίας κατανόησης και της συνειδητοποίησης για την ανάγκη επίλυσης του ζητήματος όχι μόνο θα καταδείκνυε τη χειροπιαστή, ειλικρινή επιθυμία για την αντιμετώπιση του πικρού παρελθόντος αλλά κυρίως θα πραγμάτωνε ουσιαστικά το αίτημα για ηθική και υλική δικαίωση, που εξακολουθεί να παραμένει το μεγάλο ζητούμενο». Πολύ σωστά όλα τούτα, αλλά δεν είναι παρά ευσεβείς πόθοι, θα έλεγε ένας κυνικός. Η Ομοσπονδιακή Γερμανία φρόντισε από το 1953 να λάβει όλα τα μέτρα που θα την προστάτευαν από διεκδικήσεις. Αλλά η δικαιοσύνη δεν είναι κάτι τόσο απλό. Και (επί της ουσίας) είναι πάντοτε με τα θύματα.

Μαξ Μέρτεν ο «άμεμπτος»
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της η Κωνσταντινάκου πραγματεύεται το θέμα των εγκληματιών πολέμου: Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων. Είναι εντυπωσιακά τα στοιχεία που παραθέτει, ιδίως όσα αφορούν τις προσπάθειες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να «διασώσει» άτομα που βαρύνονταν με σοβαρά εγκλήματα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ώσπου το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου να περιθωριοποιηθεί.
Χαρακτηριστικό, ακόμη, είναι το γεγονός ότι, ενώ στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου 4.717 άτομα, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία αυτά περιορίστηκαν στα 1.550. Η τελευταία χρησιμοποίησε διάφορες δικαιολογίες ώστε να χρονοτριβεί και να αποτρέπει τον από ελληνικής πλευράς εντοπισμό και τη σύλληψη γερμανών εγκληματιών πολέμου. Ενας απ’ αυτούς ήταν και ο Μαξιμίλιαν (Μαξ) Μέρτεν, επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης στην περίοδο της Κατοχής.
Ο Μέρτεν είχε το θράσος να επιστρέψει τον Απρίλιο του 1957 στην Ελλάδα προκειμένου να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη ενός άλλου εγκληματία πολέμου, του Αρτουρ Μάισνερ. Είχε σοβαρούς λόγους να μην ανησυχεί. Οταν ο ίδιος συνελήφθη το 1946 από τους Αμερικανούς στην κατεχόμενη Γερμανία, εκείνοι πρότειναν να τον παραδώσουν στις ελληνικές αρχές, αλλά η Ελλάδα, μέσω του στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, πρότεινε την απελευθέρωσή του λόγω της «άμεμπτης συμπεριφοράς του».
Τώρα όμως τον περίμενε μια έκπληξη. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης, προϊστάμενος του Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου, διέταξε τη σύλληψή του.
Οι πιέσεις που άσκησαν οι Γερμανοί για την απελευθέρωση του Μέρτεν υπήρξαν αφόρητες. Στα τέλη του 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή έφερε στη Βουλή ειδικό νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα πολέμου». Το νομοσχέδιο ήταν φωτογραφικό. Ο Μέρτεν απελευθερώθηκε (το «αντάλλαγμα» ήταν ένα δάνειο 200 εκατ. μάρκων που συνήψε η Ελλάδα με την Ομοσπονδιακή Γερμανία).
Το σκάνδαλο προκάλεσε σοκ εντός και εκτός Ελλάδος. «Η Ελλάδα αμνηστεύει τους σφαγείς της» έγραψαν οι «Times».
Την επόμενη χρονιά ο «αμέμπτου συμπεριφοράς» Μαξ Μέρτεν φρόντισε να «ευχαριστήσει» δεόντως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σε συνέντευξή του στις 28 Σεπτεμβρίου 1960 στο περιοδικό «Spiegel», όπου ανάμεσα σε άλλα ισχυρίστηκε ξεδιάντροπα ότι «ο Καραμανλής, ο υπουργός Εσωτερικών Τάκος Μακρής και η σύζυγός του Δοξούλα ήταν έμμισθοι πληροφοριοδότες των γερμανικών αρχών κατοχής» και ότι «για τις πληροφορίες που είχαν δώσει σχετικά με την Αντίσταση πήραν ανταμοιβή από τις κατασχεθείσες περιουσίες των Εβραίων».
Υπάρχει και μια διόλου ασήμαντη λεπτομέρεια σ’ αυτή την ιστορία ντροπής: για τη μικρή σχετικά περίοδο που ο Μέρτεν έμεινε στις ελληνικές φυλακές έλαβε αποζημίωση από την κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας.

Δανεικά κι αγύριστα

Το 1939 το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας ήταν 67 δισ. δραχμές. Οταν η χώρα κατελήφθη τον Απρίλιο του 1941 ήταν υποχρεωμένη βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1907 να αναλάβει τα έξοδα κατοχής, τα οποία ωστόσο θα κάλυπταν μόνο τις ανάγκες του στρατού ή της διοίκησης. Αντ’ αυτού (δηλαδή, αντί να πληρώνει για τις αμυντικές δαπάνες που ίσχυαν πριν από την κατοχή, όπως συνέβη σε άλλες χώρες), κατέβαλε ετησίως το 1941 και 1942 το 117,3% του εθνικού της εισοδήματος. Το αποτέλεσμα ήταν (σε συνδυασμό με την υποκοστολόγηση των εξαγομένων προϊόντων και την υπερκοστολόγηση των εισαγομένων) να ενσκήψει ο φοβερός λιμός που στοίχισε χιλιάδες νεκρούς.
Μεγάλο μέρος από τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για τα έξοδα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα αλλά και για τον πόλεμο που διεξήγε το Γ’ Ράιχ στη Μεσόγειο.
Στην αρχική συμφωνία η χώρα μας θα έπρεπε κατ’ απαίτηση των αρχών κατοχής να καταβάλλει μηνιαίως 1,5 δισ. δραχμές, όμως το παραπάνω ποσό δεν επαρκούσε. Από τον Αύγουστο ως τον Δεκέμβριο του 1941 η Ελλάδα κατέβαλε το εξωφρενικό ποσό των 17,1 δισ. δραχμών, δηλαδή το ένα τέταρτο και πλέον του εθνικού της εισοδήματος. Αλλά κι αυτό δεν ήταν τίποτε. Από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 1942 η Βέρμαχτ χρειάστηκε 115,4 δισ., εκ των οποίων μόνο τα 7,5 βάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό. Τα υπόλοιπα καλύφθηκαν με αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Πενήντα έξι σελίδες του βιβλίου της αφιερώνει η Κωνσταντινάκου στο κατοχικό δάνειο. Είναι σημαντικό πως, παρά την κρατούσα άποψη ότι το δάνειο το οφείλει μόνο η Γερμανία, η δανειακή υποχρέωση που ισχύει για τη Γερμανία ισχύει και για την Ιταλία, η οποία, όπως και η Γερμανία, «δεν έχει αποπληρώσει την οφειλή της».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ