Η συγκέντρωση για πρώτη φορά όλων των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) σε έναν λιτά επιμελημένο τόμο επιβεβαιώνει την εικόνα του ως ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και όχι μόνον αυτής. Ξεφυλλίζοντας την καινούργια έκδοση, εύκολα διακρίνουμε τα στοιχεία που χωρίζουν τις συνθέσεις της ηλικιακής του ωριμότητας από το παλαιότερο έργο του, διαμορφωμένο κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών: από τη Λησμονημένη (1945) ως και Το σκεύος (1971). Από τα 29 ως και τα 52 του χρόνια ο ποιητής θα κινηθεί ανάμεσα στις συμπληγάδες που επιφύλαξε η Ιστορία στην εποχή του, εγγράφοντας την αιματηρή της πραγματικότητα σε μιαν ευθύς εξαρχής τεθλασμένη γραμμή. Ως υπερρεαλιστής του μεταπολέμου, ο Σαχτούρης θα αποφύγει τα γλωσσικά παιχνίδια και τις μυστικιστικές τάσεις των προκατόχων του, πιάνοντας από πολύ νωρίς επαφή με τον δραματικό λόγο του εξπρεσιονισμού. Το χρώμα και οι καθαρές μεταφορές που χρησιμοποίησαν εν εκτάσει οι εξπρεσιονιστές, λίγο προτού αναλάβει δράση ο υπερρεαλισμός, σε συνδυασμό με το εικαστικό άνοιγμα το οποίο επιχείρησαν ζωγράφοι όπως ο Καντίνσκι, ο Κλέε, ο Βαν Γκογκ και ο Μουνκ, θα γίνουν το έδαφος επί του οποίου θα θεμελιώσει ο Σαχτούρης το δραματουργικό και το ηθικό ποιητικό του σύστημα.
Με τα χρώματα και τις ισχυρές μεταφορές (μεταφορές που θα σβήσουν αμέσως και το τελευταίο ρεαλιστικό τους ίχνος), ο ποιητής θα σκηνοθετήσει υποβλητικά τα πρόσωπά του, βυθίζοντάς τα στο παράλογο και στην παράνοια. Η ένταση των μεταφορών και η έξαρση των χρωμάτων, που θυμίζουν την αδιαφοροποίητη, συμπαγή πυκνότητα της μπογιάς, θα αποκαλύψουν έναν παρά φύσιν κόσμο: τον κόσμο που θα προέλθει από το μακελειό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έναν κόσμο για τον οποίο το μόνο που μπορεί να κάνει η ποίηση είναι να τον διορθώσει επί τα χείρω.
Φτάνοντας σε προχωρημένη ηλικία, ο Σαχτούρης θα απομακρυνθεί εμφανώς από το κλίμα της νιότης και της πρώτης του ωριμότητας. Τα βιβλία που θα κυκλοφορήσουν μετά την πτώση της δικτατορίας, από τα Χρωμοτραύματα (1980) μέχρι και το Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998), μοιάζουν με ένα είδος αποχαιρετισμού στο ποιητικό παρελθόν, με μιαν απότιση φόρου τιμής σε όσα προηγήθηκαν και δεν πρόκειται πλέον να επαναληφθούν. Ο Σαχτούρης θα παρακολουθήσει τώρα εξ αποστάσεως τον αλλοτινό εαυτό του, επιβάλλοντας στην αρχιτεκτονική του μια διπλή απογύμνωση: απογύμνωση τεχνοτροπίας, αλλά και απογύμνωση από κάθε έννοια του συλλογικού, που θα οδηγήσει έτσι σε μιαν αδρά εκπεφρασμένη ατομικότητα. Περιστέλλοντας δραστικά την εξπρεσιονιστική λειτουργία των εικόνων του, ο ποιητής θα αποσπάσει τους ήρωές του από το πλαίσιο του υπερβατικού και του παραλόγου, για να τους ρίξει σε ένα πολύ πιο χειροπιαστό περιβάλλον. Οι παράταιρες, αν όχι και εκτρωματικές, μορφές της ανατρεπτικής μυθολογίας των νεανικών του ποιημάτων, βασισμένες στη λειτουργία της αλληγορίας και του συμβόλου, θα αντικατασταθούν εδώ από ένα τοπίο ενθύμησης και εξομολόγησης. Οι κόκκινες ρόδες, τα άσπρα κορίτσια και τα μαύρα φαντάσματα, που θα κυριαρχήσουν ως το Σκεύος στην εικονοποιία του, θα μετατραπούν σε απτές, μετά βίας μεταφορικές οντότητες: μια σκοτεινή γωνιά που ατενίζει το κενό, ένα θανατερό φάσμα που ταυτίζεται με μιαν ασπροντυμένη κοπέλα, μια ομάδα από πιτσιρικάδες που φορούν τα κουρέλια τους σαν ακριβά κοστούμια, αλλά κι ένας όγκος από γκρίζα κύματα που καταπίνουν τις ανήμπορες και αβοήθητες ψυχές ή μια σειρά από καταραμένα απογεύματα που καταλήγουν σε συναντήσεις με τον Διάβολο.
Τοποθετημένο σε μια τέτοια τροχιά, το παρελθόν μπορεί να μην απορριφθεί και να μη διαγραφεί εξ ολοκλήρου (ενδεχομένως κατά τόπους να επανέλθει σε μιαν αποχρωματισμένη εκδοχή του), θα σπεύσει όμως να μετατραπεί σε αντικείμενο απολογισμού, ανακαλώντας ανθρώπινες φιγούρες οι οποίες στοίχειωσαν επί μεγάλο διάστημα την ποιητική συνείδηση: συνείδηση που τείνει σε αυτή τη φάση να συρρικνωθεί εν όψει ενός φανερά επερχόμενου τέλους. Ο Σαχτούρης της ώριμης ηλικίας θα μετατοπιστεί από τον πανικό τον οποίο προκάλεσε κάποτε στους πρωταγωνιστές του ο παραλογισμός της Ιστορίας σε ένα άλλο επίπεδο: στον τρόμο με τον οποίο θα τυλίξει τον ίδιο η αγωνία του βιολογικού θανάτου.
Και υπό αυτούς, όμως, τους όρους ο θάνατος δεν θα αποβάλει τη δύναμη και το δέος της επιβολής του, παραπέμποντας, έστω και διά της πλαγίου, στο σύμπαν του μεταπολεμικού Σαχτούρη. Εκεί όπου το θανατικό θα ενσκήψει με μορφή λαίλαπας στους αθηναϊκούς δρόμους. Εκεί όπου λουλούδια θα καταβροχθίσουν μέλισσες και γεράκια θα αφανίσουν σμήνη άλλων πουλιών. Εκεί όπου άνθρωποι, ζώα, φυτά και φυσικός ή κτιστός περίγυρος θα παραμορφωθούν και θα εξαρθρωθούν κατ’ επανάληψη, ανταλλάσσοντας με κινηματογραφική ταχύτητα ρόλους και ιδιότητες. Και όλα αυτά όχι για να κρύψουν την καθημερινή φρίκη, αλλά για να την ξεδιπλώσουν και να την αναπαραστήσουν με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο. Και ο ποιητής; Μα, εκείνος θα πεθάνει καγχάζοντας (κύριε, είσαστε νεκρός;) μαζί με όσα θα δει να χάνονται διαμιάς και διά παντός από μπροστά του, υποχρεωμένος καθώς θα είναι άλλοτε να ανέβει στους ουρανούς για να συναντήσει νεκρές γυναίκες και παιδιά, άλλοτε να ταξιδέψει σε πεθαμένα φεγγάρια και άλλοτε να ασπαστεί τα φαντάσματα των ποικιλοτρόπως αφανισμένων. Ο θάνατος των άλλων θα αποδειχθεί σίγουρα και δικός του θάνατος. Με μια διαφορά: ότι ο δικός του θάνατος θα γίνει το γλωσσικό όχημα για τον ηθικό έλεγχο του θανάτου των άλλων.
Ιστορία, μεταφορά, παράλογο: κανένα όριο δεν θα επιβάλει καμία προδιαγεγραμμένη τάξη και η μεταϋπερρεαλιστική φωνή του Σαχτούρη θα εξακοντιστεί χωρίς ούτε ένα ράγισμα ως τις ημέρες μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ