Νέα εμφάνιση του Σαίξπηρ στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε με τη σειρά των βρετανικών μαγνητοσκοπημένων παραστάσεων του BBC σε DVD από την Προοπτική AE, με υποτίτλους από την Κατερίνα Νικοπούλου και στέρεο υπόστρωμα τις μεταφράσεις του Ερρίκου Μπελιέ. Οι τελευταίες κυκλοφορούν σε τομίδια στην αντίστοιχη σειρά των εκδόσεων Κέδρος. Πριν από 12 χρόνια είχαν πωληθεί από τον Κέδρο 113 αντίτυπα, σήμερα οι πωλήσεις φθάνουν τις 15.000. Πίσω από όλα αυτά, καθώς και πίσω από πολλές θεατρικές παραστάσεις κάθε χρόνο στην Αθήνα, κρύβεται το ίδιο πρόσωπο: ο Ερρίκος Μπελιές. Ο παππούς του ήταν γάλλος στρατιωτικός που νυμφεύτηκε Ελληνίδα, ο πατέρας του πρόσθεσε ένα σίγμα στο τέλος του γαλλικού ονόματος και ο Ερρίκος έμελλε να γίνει ο δεύτερος μετά τον Βασίλη Ρώτα μεταφραστής του συνόλου του σαιξπηρικού έργου στα ελληνικά. Αλλά ενώ ο Ρώτας συνυπέγραφε συχνά με τη Βούλα Δαμιανάκου, ο κ. Μπελιές ήθελε να εντείνει την εργασία του με παράλληλες μεταφράσεις άλλων μεγάλων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σε μια συνάντηση στο Κολωνάκι τού ζητήσαμε να μας εκμυστηρευτεί τα μυστικά της μεταφραστικής τελετουργίας.
– Εχετε μεταφράσει Μαίρη Σέλεϊ και Τενεσί Γουίλιαμς, Αντον Τσέχοφ και Νιλ Σάιμον, Αντονι Μπέρτζες και Μολιέρο, Χάρολντ Πίντερ και Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, Αριστοφάνη και Σαίξπηρ. Δεν υπάρχει κίνδυνος να μεταφέρετε το ύφος του ενός στον άλλον;
«Οχι. Γιατί ο καλός συγγραφέας σε παίρνει από το χέρι και σου λέει «έτσι θα το κάνεις». Δεν μπορείς να αντισταθείς στην παρουσία του. Αμα ξεκινήσεις με τον συγγραφέα σωστά και μελετήσεις το ύφος του, θα δεις ότι θα σου αποκαλυφθεί. Εγώ όταν πιάνω ένα κείμενο, τους ήρωες τους βλέπω όλους πλάτη. Δεν τους βλέπω στο πρόσωπο. Οταν το διαβάσεις και το ξαναδιαβάσεις, αρχίζεις και τους γυρίζεις και τους βλέπεις. Αρχίζεις να τους αναγνωρίζεις. Ετσι περνάς στη διαδικασία της γραφής».
– Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει ένα ύφος Μπελιέ στις μεταφράσεις;
«Υπάρχει κάτι βασικό, ότι εγώ μεταφράζω με την εποχή μου. Υπάρχει δηλαδή η καθημερινότητα. Είμαι στις μεταφράσεις κλασικών ό,τι ήταν ο Καρθαίος στον καιρό του και στις μεταφράσεις συγχρόνων ό,τι είναι ο Μάριος Πλωρίτης. Τι εννοώ; Δεν επιτρέπεται ο μεταφραστής να έχει προσωπικό ύφος. Πρέπει να έχει το ύφος του συγγραφέα. Ο Καρθαίος είχε τη δημοτική, αλλά όχι τόσο όσο ο Ρώτας – αυτός ήταν ακραία δημοτικιστής. Ο Καρθαίος προηγήθηκε του Ρώτα αλλά έχει μια – για την εποχή του – καθομιλουμένη. Να σας το πω αλλιώς: όταν μεταφράζει κάποιος ειδικά ποιητικά κείμενα, έχει απέναντί του την ποιητική γενιά του. Ο Καρθαίος είχε τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Ο Ρώτας όμως δεν ακολούθησε τη γενιά του ’30, ακολούθησε τους δημοτικιστές, τον Γρυπάρη και τους άλλους. Εγώ απέναντί μου ποιους έχω; Την Κική Δημουλά, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, την ποιητικότητα που δεν εξαρτιέται από τη λέξη. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε καλά. Στον Σαίξπηρ δεν υπάρχει καμία σπάνια λέξη. Υπάρχουν λέξεις της εποχής του».
– Για να επιτύχει κάποιος στη μετάφραση ποίησης πρέπει να έχει πρωτότυπη ποιητική εργασία δική του;
«Ή τουλάχιστον να έχει διαβάσει πάρα πολλή ποίηση. Εγώ έχω έξι ποιητικές συλλογές δικές μου αλλά και έχω διαβάσει πολύ. Και ο Καρθαίος έχει γράψει δική του ποίηση, και ο Ρώτας είχε γράψει, και ο Γεωργουσόπουλος δεν θα μπορούσε να μεταφράζει αρχαίο δράμα αν δεν είχε γράψει ποίηση ως K.X. Μύρης».
– Πώς ξεκινάει κανείς με τον Σαίξπηρ;
«Ξεκινάς με δέος. Και δεν ξεκινάς ποτέ για να το τελειώσεις. Ξεκινάς μόνο με το δεδομένο έργο. Εγώ ξεκίνησα το 1991 αλλά είχα ήδη μόνος μου πολλή προεργασία στο σπίτι. Μου ανέθεσε ο Γιώργος Μιχαηλίδης να κάνω το Χειμωνιάτικο Παραμύθι, του λέω «πώς θα το κάνω;», μου λέει «κάνε την πρώτη πράξη και θα τη δούμε». Τη βλέπουμε, μου λέει «το θέλω». Είχα δει τότε τον φίλο μου, τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη. Και μου είπε το εξής, που το λέμε τώρα και γελάμε: «Εκανες την πρώτη πράξη, μωρέ;». Του λέω «ναι». «E δεν σου μένει τίποτα. Τριάντα έξι έργα και τέσσερις πράξεις». Αυτό ήταν αστειάκι. Δεν το ‘βαλα στο μυαλό μου. Σιγά σιγά άρχισαν οι παραγγελίες. Οταν μαζεύτηκαν γύρω στα 25 από τα 37 έργα του Σαίξπηρ, είχα και έτοιμο υλικό από τα προηγούμενα χρόνια και το προχώρησα. Τον Αύγουστο του 2004, όταν τελείωσα με τον Σαίξπηρ – και τα 37 έργα είναι τελειωμένα πια -, έζησα πραγματικά χηρεία. Πέρασαν περίπου 30-40 μέρες να συνηθίσω ότι δεν θα έχω αυτόν συντροφιά μου. Τώρα σκέφτομαι να μεταφράσω και τα σονέτα του».
– Και τα υπόλοιπα 129 μεταφραστικά έργα πώς χώρεσαν σε ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει ακόμη εμπειρογνωμοσύνη στο υπουργείο Εξωτερικών και διδασκαλία σε δραματικές σχολές;
«Ολα μπορούν να χωρέσουν στο υστέρημα του χρόνου σου, στο περίσσευμα του χρόνου δεν κάνεις τίποτα».
* Τη Δευτέρα στις 7 μ.μ. η Προοπτική, ο Κέδρος και η Fnac παρουσιάζουν τα θεατρικά του Σαίξπηρ, με κεντρικό ομιλητή τον Ερρίκο Μπελιέ. Απαγγέλλουν η Ρένη Πιττακή, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, ο Στέλιος Μάινας, η Μπέση Μάλφα και η Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους (Fnac, The Mall Atthens, Μαρούσι).