Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγα στον Επιτάφιο της Μονής Πετράκη πέντε βήματα από το σπίτι μου.
Δεν πήρα μαζί μου τη φορητή συσκευή οξυγόνου που μου φόρτωσε ο κόβιντ από τον Δεκέμβριο. Ήθελα να κάνω τον τζόβενο στους άλλους και δεν ήθελα να στεναχωρήσω τη μάνα μου. Τι κι αν έφυγε πριν τόσα χρόνια, θα με έβλεπε από απέναντι στον έκτο του «Ευαγγελισμού» όπου μαρτύρησε κι αυτή και θα στεναχωριόταν. Κάθε μέρα που περνάω βλέπω το παράθυρο του θαλάμου της, μια ανοιχτό, μια κλειστό ανάλογα με την εποχή και τις νεραντζιές στο περιβόλι της Μονής.
Όταν περνάγαμε με τον Τσαρούχη από τη γωνία Αλωπεκής και Γενναδίου μου έλεγε για έναν ωραίο περιπτερά ακριβώς απέναντι από την μαύρη πόρτα που βγαίνουν από το νοσοκομείο τα φέρετρα. Τον ρωτούσε αν έχει το ένα, αν έχει το άλλο και επειδή είχε πολύ λίγα πράγματα -εφημερίδες και τσιγάρα- του είπε: «Μα περίπτερο είσαστε εσείς ή προκεχωρημένο φυλάκιο γραφείου κηδειών;».

Τσαρούχης Γιάννης-12 μήνες Νοέμβρης [1972]/ Πηγή: paletaart – Χρώμα & Φώς
Κι ο ποιητής: δεν ξέρει κανένα άλλο τόπο εκτός από το σήμερα.