«Ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις»: η στήλη αγαπά να βρίσκει στα καθιερωμένα αποφθέγματα και ρητά, αυτά που η κοινή χρήση τείνει να καταστήσει κοινότοπα, εκ νέου επιβεβαιώσεις της αλήθειας τους. Και τη Μεγάλη Εβδομάδα, αυτό το σπάνιο χρονικό διάστημα που η πλειονότητα του πληθυσμού βρίσκει μια ευκαιρία να εκφράσει την πνευματική και κατανυκτική της διάθεση, η καταφυγή σε τέτοια γνωμικά γίνεται ακόμα πιο χρήσιμη.

Να είναι ο καιρός, που με την ανοιξιάτικη αστάθεια δημιουργεί μια αντίθεση ανάμεσα στην ευθεία πορεία της φύσης προς την άνθιση και την καρποφορία, από τη μια, και στις συχνές συννεφιές και στη μουντάδα, από την άλλη; Να είναι μια ευκαιρία να αποτοξινωθεί ο πληθυσμός από τις κακές διατροφικές συνήθειες; Ή να είναι η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας που στην Ελλάδα συχνά συνδέεται με τη μνήμη του χωριού και του παιδικού εκκλησιασμού τα απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας; Ο,τι κι αν είναι, βλέπει κανείς αυτό το χρονικό διάστημα μια τάση για νηστεία, μια ευκαιρία ενδοσκόπησης και μια διάθεση για χαμηλότερους τόνους.

Οχι όμως σε όλους και όλες. Και εδώ είναι που η κόλαση συναντά τις προαναφερθείσες καλές προθέσεις. Ενα από τα «έθιμα» πολλών άθεων για να «τσιγκλήσουν» τους πιστούς είναι η επί τούτου κατανάλωση κρέατος τη Μεγάλη Παρασκευή. Με την εξαίρεσή τους από την καταναγκαστική κατάνυξη των ημερών θεωρούν ότι στέλνουν ένα μήνυμα ενάντια στις καταπιεστικές αντιφάσεις της θρησκείας. Θεωρούν ότι με την μπριζόλα και το σουβλάκι εκθέτουν την κακή συνείδηση πίσω από τη δήθεν ταπεινότητα.

Δεν αμφισβητώ εξ ολοκλήρου την αγαθότητα της πρόθεσης (όσο κι αν μου βγάζει έναν ναρκισσισμό του τύπου «εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι που εσάς το απαγορεύει η πίστη σας σε ένα υποτιθέμενο ανώτερο ον»). Διότι και πολλοί χριστιανοί, που βλέπουν τη θρησκεία τους να εμπορευματοποιείται με την ανακήρυξη της νηστείας σε τρεντ (έως και νηστίσιμα τυριά κυκλοφορούν) μπορεί και να χαίρονται ενδόμυχα με την κατάδειξη αυτών των αντινομιών. Οπως όμως συμβαίνει συχνά, αυτοί που πληρώνουν τις αντιφάσεις των ανθρώπων είναι τα ζώα. Γιατί για άλλη μια φορά είναι αυτά που πεθαίνουν και σερβίρονται στο τραπέζι μας. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες εξάλλου θα τιμήσουν την Κυριακή τον παραδοσιακό οβελία. Μέχρι σήμερα δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου κανένα αντιθρησκευτικό κίνημα που να προπαγανδίζει την αποχή από τα αμνοερίφια το Πάσχα ή την κατανάλωση ψητού μπρόκολου την Τσικνοπέμπτη.

Νομίζω πως το γεγονός ότι μένουν εκτός πλάνου οι βασικοί πρωταγωνιστές των ημερών, τα ζώα, πέρα από τη βαθιά σχέση της οικονομίας του Πάσχα με τη διακίνηση κρέατος έχει να κάνει και με το στενό πολιτισμικό υπόβαθρο της διαμάχης άθεων και πιστών. Κανείς δεν μοιάζει να συνειδητοποιεί ότι τα διαιτητικά κελεύσματα της νηστείας και της άρνησής της έρχονται από μια εποχή που η κατανάλωση κρέατος ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας, και τα δικαιώματα των ζώων δεν είχαν καν τεθεί.

Με τα δικαιώματα ωστόσο συμβαίνει κάτι το «περίεργο». Απαξ και τεθούν στο τραπέζι (ακόμη και το πασχαλινό) δεν γίνεται να ανακληθούν. Ακόμα και να επιβληθεί ξανά η δουλεία σε όλο τον κόσμο, το προηγούμενο του Διαφωτισμού θα την κάνει αυτόματα να θεωρείται πισωγύρισμα. Ομοίως, όσο και να επιμένουμε στην πολιτισμική ιδιαιτερότητα της κρεατοφαγίας, δεν αναιρείται ο αναχρονιστικός της χαρακτήρας.

Αυτό εξάλλου δεν είναι και το μήνυμα της Ανάστασης; Οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν, αλλά αν ο (θανάτω θάνατον πατήσας) Χριστός αναστήθηκε, αυτοί οι θάνατοι παύουν να έχουν σημασία. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε αδύνατους και τους θανάτους αυτών που δεν έχουν επιλέξει να παρευρεθούν στο τραπέζι μας – πόσο μάλλον να αποτελούν το θέμα ή το θύμα του.