«Διαβάζουμε τα γράμματα των πεθαμένων σαν ανήμποροι θεοί,
θεοί ωστόσο, γιατί γνωρίζουμε τις ημερομηνίες που
ακολούθησαν.
Ξέρουμε ποια χρέη δεν έχουν εξοφληθεί.
Ποιους γρήγορα γρήγορα παντρεύτηκαν οι χήρες.
Κακόμοιροι πεθαμένοι, τυφλωμένοι πεθαμένοι,
εξαπατώμενοι, επιρρεπείς στα λάθη, αδέξια προνοητικοί.
Βλέπουμε γκριμάτσες και νεύματα καμωμένα πίσω απ’ τις
πλάτες τους.
Τ’ αυτιά μας πιάνουν το θρόισμα των σχιζόμενων διαθηκών.
Κάθονται μπροστά μας φαιδροί, σαν πάνω σε βουτηρωμένα
ψωμάκια,
ή ρίχνονται στο κυνήγι καπέλων που τ’ άρπαξε ο αέρας απ’ τα
κεφάλια τους.
Η κακογουστιά τους, ο Ναπολέων, ο ατμός και ο ηλεκτρισμός,
οι θανατηφόρες θεραπείες τους για τις ιάσιμες αρρώστιες,
η ανόητή τους αποκάλυψη κατά τον Ιωάννη,
ο ψευδής τους επί της γης παράδεισος κατά τον Ζαν- Ζακ…
Σιωπηλά παρατηρούμε τα πιόνια τους στη σκακιέρα,
μόνο που τώρα έχουν μετακινηθεί τρία τετράγωνα παρακάτω.
Όλα όσα είχαν προβλέψει αποδείχτηκαν τελείως διαφορετικά,
ή λίγο διαφορετικά, άρα επίσης τελείως διαφορετικά.
Οι πιο ένθερμοι μ’ εμπιστοσύνη καρφώνουν το βλέμμα τους στα
μάτια μας,
γιατί είχαν υπολογίσει πως θα δουν σ’ αυτά την τελειότητα».
Βισουάβα Σιμπόρσκα, «Η ζωή εδώ και τώρα», Εκδόσεις Καταστανιώτης.
Η ζωή στην τελευταία πράξη σου μαθαίνει και πώς θα την αποχωριστείς όσο πιο οικονομικά γίνεται (έμφραγμα).
Στο μεταξύ, προηγουμένως σου έχει δείξει πολλά από τα διαβολεμένα της τρικ. Ότι φερειπείν, εκτός από την τετραγωνισμένη χάραξη του μπακλαβά πριν πέσει το σιρόπι, υπάρχει και η διαγώνια, πιο σοφιστικέ, πιο λιβανέζικη, πιο ρόμβοι.
Ή, πως εκτός από την εντομολογική διάκριση των ανθρώπων σε πολιτικούς και ζωύφια, υπάρχει και η ζωολογική, μεταξύ ας πούμε προβάτων και λύκων.
Ή, τέλος, ότι εκτός από τους διακεκριμένους της (άνκορμαν, ηθοποιούς, πρωινούδες, τον Πορτοσάλτε, υπουργούς, μεγαλοεπιχειρηματίες) υπάρχουν και τα μπατήρια, οι αφανείς της: ο ταλαίπωρος που πήγε να κατουρήσει προχθές σε κεντρικό εστιατόριο, γιατί ήταν άστεγος και δεν μπορούσε να τα κάνει συνεχώς επάνω του, και τον βρήκαν νεκρό κάτω από το νάιλον και είπαν (τα γκαρσόνια, το αφεντικό) ότι έπεσε από τη σκάλα.
Εκτός από όλα αυτά όμως υπάρχουν και οι ερωτήσεις που θέτει ο Τζόυς στον «Οδυσσέα» του:
«Ποιος μπορούσε να είναι ο προσωπικός λόγος που ο Μπλουμ είχε ζητήσει το νερό τόσο πολύ βρασμένο;
Για να ξυριστεί.
Ποια πλεονεκτήματα συνόδευαν το νυχτερινό ξύρισμα;
Τ’ απαλότερα γένια».
Υπάρχει όμως και μια τελευταία δοκιμασμένη διχοτομία: αυτοί πού γράφουν για να διαβαστούν με ευκολία, να τέρψουν, να παιδαγωγήσουν τους αναγνώστες τους, να αρέσουν και να τους προσκαλούν, και οι άλλοι, οι παράδοξοι μειονοτικοί, ανήσυχοι που όταν δεν είναι διασκεδαστές είναι πειραματόζωα με τις παραξενιές τους, όπως ο σπουδαίος Κάμινγκς που είχε ο αθεόφοβος καθιερώσει τη γραφή του ονόματός του με πεζά στοιχεία (e.e. cummings) για να δείξει πως το «γράμμα» δεν υπακούει στο νόμο της σημασίας (είναι κάτι α- νοητό όπως π.χ. ένας αριθμός).
Μπορεί ό,τι γράφουμε να γλιστρά από το νόημα, να μην υπάγεται στην καλλιγραφία του πίνακα, να λειτουργεί σαν μια χημική φόρμουλα;
Έχουμε βρει τον τρόπο ώστε αυτό που εξηγείται να έχει προηγουμένως «εξηγηθεί» αλλού (στο ασυνείδητο, στον Θεό, στο κεφάλαιο); Ή, γιατί όχι, στην άγνωστή μου Νιόβη Γεωργάκη από το 1ο ΓΕΛ Σπάτων που της χρωστώ τον τίτλο αυτού του άρθρου, και επιχαίρω -επιχειρώ- μετά φόβου να την εντάξω στο κείμενό μου θέλοντας να προσυπογράψω το βραβευμένο της ποίημα με τίτλο: «Τα κενά των λέξεων» που είχε την ευφυΐα, στην μικρή συνέντευξή της στα Νέα (27.3.25) ως και να κατονομάσει την «επιρροή» από την Μάργκαρετ Άτγουντ. (Δεν συνηθίζεται).
Και τέλος γιατί όχι, πάλι και πάλι, να μην δείξω – μια που μου δίνετε οι αναγνώστες τη θέση εδώ (της δασκάλας του πιάνου), την ποιήτρια Ευγενία Βάγια, που στα ποιήματα της γράφει αυτά που ήθελα να πω και δεν μπορώ. Γιατί πώς θα μπορούσα να πω καλύτερα τη σκηνή με αυτόν που ζήτησε να κάνει τη φυσική του ανάγκη (όπως λέμε το φυσικό Δίκαιο) και τον σκότωσαν;
Ορίστε και το (σχετικό) ποίημά της:
«Τους έπεισαν. Νόμο τον νόμο έστησαν
τον θαυμαστό λαβύρινθο των πρωτοκόλλων.
Κι έπειτα στάθηκαν παρέκει και καμάρωναν
που όλα πράγματι καλά είχαν προβλεφθεί
κι ήταν αδύνατον να βγει αυτός που έμπαινε.
Μόνο ένα πρόβλημα έμεινε άλυτο στην πόλη.
Του Μινωταύρου ακούγονταν ανατριχιαστικές
φωνές κι άγρια χτυπήματα απ’ τα βάθη.
Να σκοτωθεί προσπάθαγε ο μισός (αυτός που
ονειρεύεται, που χαίρεται και που αγαπάει)
για να διαπρέψει στον λαβύρινθο ο άλλος
ο αυτόματος μισός ατός του, ο αυτοματισμός του».
ΥΓ.
Η ποιήτρια Ευγενία Βάγια θα μπορούσε να αρθρογραφεί στο The New Yorker καλύπτοντας ως ανταποκρίτρια τη δίκη του Άιχμαν.
Θα μπορούσε επίσης να ανοίξει ένα Atelier d’ écriture όπως αυτό που διάβαζα στην «Le Monde» (25/03/2025), για μια γραφή για τον εαυτό που είναι γραφή για τον κόσμο.
Αutofiction: αυτο-μυθοπλασία, ονομάζουν οι Γάλλοι ένα είδος λόγου που δεν είναι ούτε μαρτυρία ούτε λογοτεχνία, ούτε δοκίμιο, αλλά θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα ή ένα άρθρο στην εφημερίδα με ή χωρίς παρενθέσεις. Ό,τι παραδίδει δηλαδή τη γλώσσα στην περιπέτεια της γλώσσας.
ΥΓ 2.
Το ζήτημα που θίγει η «autofiction» και που δεν «περνά» στην κοινωνία μας διότι δεν του επιτρέπουν καν να τεθεί, συνίσταται στο κατά πόσον η πολιτιστική διάσταση στην οποία κυριολεκτικά εγγράφεται η αυτο-μυθοπλασία, είναι συγχρόνως/ κυρίως διάσταση κοινωνική.
Aλλά και το ανάποδο: η αυτο-μυθοπλασία της Ζωής π.χ. με τις κόκκινες καρδούλες ως πολιτιστική ένδειξη, να προέρχεται από το κοινωνικό χωρίς ωστόσο να είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Auto-realisme; Όχι ακόμη.
Surrealisme, πιθανόν!
Τι θα την οδηγούσε να ενδιαφερθεί για τον σουρεαλισμό της σε κοινωνικό επίπεδο και όχι βέβαια σε αντισυστημικό όπως την βλέπει (κακώς) ο Μητσοτάκης και το ΠαΣοΚ;
Πάντως φαίνεται πως η Ζωή πέτυχε και τα δύο έχοντας κάνει πρόωρα check in με τον εαυτό της για δύο πτήσεις συγχρόνως.
Μία Κίμπερλι Γκιλφοϊλ δηλαδή της Αριστεράς, χωρίς λίφτινγκ, που θα μπορούσε να καλέσει στο κινητό εκτός από τον Τραμπ και τον Τσίπρα.