«Θυμήσου, Τζέρι, δεν είναι ψέμα αν το πιστέψεις». Με αυτά τα λόγια ο Τζορτζ, φίλος του Τζέρι Σάινφελντ στην κλασική χιουμοριστική σειρά των αρχών της δεκαετίας του 1990 (ναι, είμαστε και μιας κάποιας ηλικίας), προσπαθούσε να τον εμψυχώσει για να περάσει έναν… ανιχνευτή ψεύδους. Η γυναίκα με την οποία έβγαινε τότε ο Τζέρι, μια αστυνομικός, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτός δεν έβλεπε μια άλλη διάσημη σειρά της εποχής, τη Λεωφόρο του Μέλροουζ. Ο Τζέρι τελικά θα αποτύχει στη δοκιμασία, και παραδεχόμενος την ένοχη αλήθεια του θα βρει τελικά τη λύτρωση.

Αν είχαμε σε κάθε διαπροσωπική σχέση μας έναν ανιχνευτή ψεύδους πιθανότατα δεν θα είχαμε στο τέλος καμία διαπροσωπική σχέση. Η ειλικρίνεια την οποία εύκολα απαιτούμε – και την οποία δύσκολα δείχνουμε – είναι μάλλον μια υπερτιμημένη αρετή και το να ξέρεις πότε πρέπει να λες την αλήθεια είναι μάλλον η ύψιστη ένδειξη ευφυΐας – σίγουρα της συναισθηματικής.

Νομίζω πως και αυτό υποδηλώνει το έθιμο να εισερχόμαστε στον Απρίλη με μια μέρα «θεσμοθετημένης» ψευδολογίας. Ασχέτως λαογραφικών καταβολών, η πρωταπριλιά αποτελεί μια κομψή αναγνώριση του ψέματος ως συνεκτικού κρίκου του κοινωνικού δεσμού και ταυτόχρονα έναν εξορκισμό του: όταν όλα γίνονται με συναίνεση παύουν να είναι και απειλητικά.

Για πόσο καιρό όμως μπορεί το έθιμο να συνεχίζει να είναι ισχυρό; Ο «εορτασμός» του ψεύδους προϋποθέτει την εύκολη διάκρισή του από την αλήθεια. Για να μπορεί το ψέμα να γιορτάζεται, θα πρέπει να είναι η εξαίρεση – και μάλιστα η σχετικά εύκολα εντοπίσιμη εξαίρεση, σαν τις εθιμοτυπικές ψεύτικες ειδήσεις που θυμίζουν χιουμοριστικά έντυπα.

Σήμερα όμως, την εποχή της άκριτης διάχυσης της πληροφορίας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την εποχή των fake news και της deep fake τεχνητής

νοημοσύνης, η διάκριση αλήθειας και ψέματος έχει καταστεί πρακτικά αδύνατη. Παρακολουθώντας τους πρόσφατους πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα έχεις από την αρχή τους τη σπάνια εκείνη αίσθηση του να μην πιστεύεις στα μάτια σου. Βίντεο και φωτογραφίες τίθενται υπό αμφισβήτηση γνησιότητας, αφού πρώτα διαδοθούν τόσο ώστε να επιτελέσουν τη λειτουργία τους. Αν το πιστεύουν, είναι αλήθεια. Σε αντίθεση με την κλασική προπαγάνδα που προσπαθούσε να εξαπατήσει, η σύγχρονη κατακλύζει τόσο πολύ την αγορά με αμφίβολης γνησιότητας ειδήσεις, που η ίδια η διάκριση χάνει το νόημά της.

Διόλου τυχαία, τα μεγάλα και αξιόπιστα πρακτορεία ειδήσεων διατηρούν την αξιοπιστία τους δηλώνοντας ρητά ότι δεν έχουν καταφέρει να επιβεβαιώσουν την είδηση. Διακόσια χρόνια μετά ο γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, που διακήρυσσε ότι δεν υπάρχουν αλήθειες αλλά μόνο ερμηνείες, δικαιώνεται λίγο παράδοξα: η ίδια η ειδησεογραφία, το πλέον αξιόπιστο σημείο επαφής του μοντέρνου ανθρώπου με την πραγματικότητα, δεν είναι παρά μια παράθεση ερμηνειών.

Για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα, όπως άλλωστε απαιτεί η – έστω βροχερή – άνοιξη, θα σας ζητήσω να θυμηθείτε μια φωτογραφία από τους περυσινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι. Τη φωτογραφία που απεικονίζει έναν σέρφερ να βρίσκεται πάνω από τα κύματα, σαν να πετά, με τη σανίδα του δίπλα, αυτονομημένη και όρθια. Είναι τέτοια η απαθανάτιση της στιγμής από τον φωτογράφο Ζερόμ Μπριγιέ, που δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν τη φωτογραφία προϊόν τεχνητής νοημοσύνης. Αυτό που άλλοτε θα προκαλούσε τον αυτόματο θαυμασμό στην απομαγεμένη πραγματικότητα που ζούμε έγινε πηγή αμφισβήτησης και αμφιβολίας.